Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Το κατα Sophey-Lou Eυαγγελιο



[...] μια αναπηρια της γλωσσας, δεν ειναι που θελεις να πεις αγαπη και δεν σου φτανει η γλωσσα, ειναι που εχεις γλωσσα και δεν σου φτανει η αγαπη.
--José Saramago

Ενα χρονο πριν δεν ηξερα πως ειναι να ξυπνας σ' ενα αδειο σπιτι. Δεν ηξερα πως ειναι να πρεπει να λες "οχι" οταν θελεις να λες μοναχα "ναι". Δεν ηξερα ποσο ομορφος ειναι ο Ταυγετος και το Οιτυλο και το Καρνασι. Δεν ηξερα πως ειναι να ζεις σ' ενα σπιτι με αλλα εξι ατομα και  αλλες τεσσερις γλωσσες. Δεν ηξερα πως υπαρχει αυριο μετα την απωλεια. Οι απωλειες ηταν παντα για τους αλλους. Και πονουσες, μα συντομα ξεχνουσες ολα τα ονοματα και εμενες να θυμασαι τα ματια. Μοναχα τα ματια και στο τελος ηλπιζες να ηταν ονειρο και επειθες το λογικο πως τιποτα δεν συνεβη και ολα ειναι καλα. Ενα κακο ονειρο. Ξυπνα. Δεν ηξερα γιατι φευγουν οι αγαπημενοι μας και που πανε κι αν  πανε καπου και αν θα τους ξαναβρουμε και τι γινεται ολη αυτη η αγαπη οταν μενεις να κοιτας το τελευταιο λουλουδι που εσυ εβαλες πανω απο τη γη που πλεον ειναι η μονη του αγκαλια. Καλοπιανεις τη Γαια να τον εχει παντα φιλημενο να μην ξεχασει ποτε πως αγαπιεται. Ακομα δεν ξερω που πανε εκεινοι που αγαπουμε και αν θα τους ξαναδουμε και τι υπαρχει μετα τη σιωπη τους. Ποιος ξερει ομως?

Δεν ηξερα πως ειναι να σκορπιζονται ολοι σε χιλια κομματια και ο καθενας να τρεχει το μονοπατι του. Κι οσο να θελεις να μην φυγεις απο κανεναν, ολοι εχουν φυγει και εισαι μονη στο σημειο μηδεν. Κοιτας δεξια και δεν ειναι τα γνωριμα γελια. Οι φωνες. Τα χερια. Η αγκαλια. Φοβασαι να γυρισεις απο την αλλη μερια. Γιατι μαλλον ουτε απο εκει ειναι κανεις. Δεν σε ζεσταινουν γειτονικα χνωτα και δεν νιωθεις κανενα βλεμμα. Υστερα απο χιλια χρονια θα κοιταξεις και αριστερα. Κι υστερα θα τρεξεις λιγο. Μηπως ειναι καπου κοντα. Ειναι νωρις ακομα να φυγετε ο ενας μακρια απο τον αλλο. Μα παντα μηπως δεν ειναι νωρις να αποχαιρετησεις εκεινους που αγαπας? Τα "αντιο" που αποφευγω να ομολογω εχουν  στεγνωσει τα χειλη μου.

Ειχα ξεχασει τι λες σε αγκαλιες που μολις συναντησες ομως γενναιοδωρα ανοιξανε τις πορτες τους ολες να βρεις μια γωνιτσα να κρυφτεις οταν δεν θελεις να δεις τιποτα. Λες: Καλωσορισες και δινεις ενα φιλι. Κι επειδη μοναχα το φιλι της προδοσιας παει μονο του, δινεις αλλο ενα φιλι κι αλλο ενα κι αλλο ενα.

Δεν ηξερα πως ειναι να συνεχιζεις να αγαπας εναν γλαρο που δεν σ' αγαπα. Δεν ηξερα αν θα τον ξαναδω ποτε κι ομως τον ειδα. Εστω για τοσο λιγο καθε φορα. Οσο ενα φτερουγισμα πανω απο το κεφαλι σου. Δεν ηξερα πως ειναι να χαιρεσαι που τον ξαναδες και να κλαις καθε φορα το ιδιο που φευγει μακρια. Ειχα ακουσει πως δεν πρεπει με διαβαταρικα πουλια ερωτα να πιανεις, μα οταν σε πιασει ο ερωτας δες θυμασαι ουτε τι εχεις ακουσει ουτε τι εχεις πει. Ολα γινονται ενα προσωπο που ισως μια μερα ξεχασεις, ισως ομως και οχι. 

Δεν ηξερα τι παει να πει να ζεις αυτη την εποχη σ' ενα χωριο καπου απομερα. Δεν ηξερα ποση αναισθησια κρυβει καποιος μεσα του ακομα κι αν αυτος ειναι εσυ ωρες ωρες. Δεν ηξερα ποσο ομορφο και μοναχικο και φοβερο και τρομακτικο ειναι να μεγαλωνεις. Δεν ηξερα που θα βρεθω και μεσα στην παραζαλη ποσο περναει ο χρονος γρηγορα. Τοσο που οι στατικες παυσεις με εμενα να κοιταω το επιβλητικο βουνο κι το βουνο εμενα, εστω κι αν ειναι κατ' ουσιαν πλασματικες, ειναι τοσο πολυτιμες.
Οπως τουτη ακριβως η ωρα.