Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Το Κουβαρι των Αλλοκοτων Εγω

Aθηνα στην οδο Φυλης 2011
Ειμαι μια σουρρεαλιστικη υπαρξη. Αυτη η φραση μου ερχεται στο μυαλο πρωτη μεχρι να αρχισω να σκεφτομαι επειτα τι ακριβως σημαινει "σουρρεαλιστικος", "ρεαλιστικος" και τι "υπαρξη". Κατι που υπαρχει τωρα και δεν θα υπαρχει αυριο και που μετα δεκα χιλιαδες χρονια, για να ειμαστε λιγο ρεαλιστες, θα ειναι σαν να μην υπηρξε ποτε, τελικα οντως υπηρξε? Ναι, σκεφτομαι, ειδαλλως ολοκληρη η πανανθρωπινη προιστορια θα απαρτιζοταν απο καμια κατοσταρια ανθρωπους.

Και τι σημαινει "υπαρχω"? Σημαινει βιωνω. Μεγαλωνω. Αισθανομαι. Συναισθανομαι. Διαισθανομαι. Προσθαφαιρουμαι συνεχως. Διαιρουμαι και πολλαπλασιαζομαι. Εκει που παω να ανακαλυψω τον Εαυτο μου στην ακεραιοτητα του, τελικα βρισκω κι αλλα κρυμμενα ετερωνυμα. Που ολα μαζι ειναι το γαμημενο μετα-φρουδικο "εγω", μα κανενα δεν με αποτελει. Ισως για μενα πραγματικο ειναι αυτο που γευομαι και βλεπω και ακουω. Αυτο που κυλορροει στις παλιρροιες της καρδιας που αποκοιμιεται. Μιας καρδιας που παει να σπασει. Δεσμια κι αυτη αυτου του σωματος. Αυτου του μυαλου. Προσπαθει να συγχρονισει μια αρμονικη χορωδια και ολα στο τελος τελος καταληγουν σε μια υπεροχη παραφωνια. Το βιολι-μυαλο βρονταει σε λα μειζονες, το πιανο-σωμα σε ντο ματζορε, η ψυχη-κοντρα μπασο σουλατσαρει στις χορδες μανιωδως και η επιθυμια-ντραμς ματωνει το μεταλλο. Χτυπα το ενα, χαιδευει το αλλο. Ξεχορδιαζεται το τριτο. Κι αυτη, αχ αυτη, η καρδια δεν ξερει τι να κανει με το ραβδακι στα δαχτυλα. Ακουει απηυδησμενη. Μ'ενα χαμογελο ανταμα. Γιατι η απελπισια και η ευτυχια ειναι δυο σταυραδελφια που αγαπηθηκαν τοσο σε μια απο εκεινες τις μεσαιωνικες ιστοριες αγαπης που δεν θα χωρισουνε ποτε.

Το "ποτε" και το "παντα". Οι πιο παρεξηγημενες λεξεις του κοσμου. Και οι πιο παραμελημενες. Στην απαυγη εικοσιοχτω ηλιων τη μια την ξεστομισα αυτοθελητα μου και την αλλη την σκεφτηκα την ιδια ακριβως στιγμη. Επαναστατει το παντα μεσα μου. Και το ποτε ακολουθει. Ποτε και παντα και δυο ματια και τα χειλη με το σκουροκαστανο χρωμα και εκεινα τα χερια, τα παντα αλησμονητα, τα ποτε δικα μου, ολα τους ριχνουν στην πυρα τη δικη μου υπαρκτοτητα.

Κι υστερα μετα απο ενα ονειρο και χιλιες και μια νυχτες ερχεται παλι εκεινο το στομα. Τα χερια που μοσχοβολανε καθαρση. Το σωμα που επλασα να ειναι επανω στο δικο μου σωμα και πουθενα αλλου. Μια χαρα που παντα μου δραπευευε, μα ποτε δεν ξεχνιεται. Αν ειχα λεξεις να μιλησω. Αν ειχα χρονο να διαλυσω. Αν μπορουσα να γινω χρυση βροχουλα, λιγο αγερι, ενα φυλλο που θα χαιδεψει το λαιμο σου, μια ουλη στα δαχτυλα σου που παντα θα θωπευεις, εστω αθελητα, για να σου τρυγα αυτη τον λαιμαργο οργασμο που ποθω να σε κατασπαραξει. Ενα κτηνος με μεταμορφωνει μερικες νυχτες και πετω στο πλαι σου και φτανω στο παραθυρο σου. Γινομαι πνοη και περναω απο τις σχισμες κατασκιζοντες σαρκες που μοσχοβολουν το ανυπαρκτο. Και σε βλεπω. Ολοκαθαρα σε βλεπω. Κοιμισμενο. Γερμενο στο πλαι. Και σε ξυπνω με χιλιους δυο τροπους. Για να σε παρω μεσα μου. Για να βρω αυτο το ενα στομα. Αυτη την τελεια αρμονια της δικης μου σαρκας με ολα τα επιμερους εξαρτηματα. Σε μια νυχτα παλης. Σε μια νυχτα αγαπης. Σε μια νυχτα που δεν υπαρχω εγω, εσυ, οι αλλοι. Δεν υπαρχει τιποτε. Εκτος απο το δερμα σου που φιλαω παντου. Παντου. Παντου. Δεν σε χορταινω. Δεν. Αυτο το μυριοστο της στιγμης γινομαι και διαλυομαι. Πεθαινω και ειμαι πιο ζωντανη απο ποτε.

Καπου τοτε καθως ξυπνω ανακαλυπτω τον σουρρεαλισμο. Ορισμος, ανω και κατω τελεια, να εχεις μολις κανει ερωτα με ενα συννεφο αδειανο, να εχεις καπνισει και πιει οσα αντεχει το θνητο σου στομαχι, να τρεχεις πανω κατω σε μια Αθηνα απο παντα αγαπημενη, μα ποτε διαμενουσα, να λες στ'ονειρο σου ολες τις αληθειες που ειναι τοσο αληθειες που του μοιαζουν ψεμα και τον τρομαζουν, να βλεπεις, να ακους, να μεταμορφωνεσαι σε μια ολοκαινουργια οντοτητα, να αγαπας εκεινα που μισεις, να θελεις να ταρακουνησεις το συμπαν και τελικα να το καταφερνεις και στο τελος τελος να σωζεις ενα αδεσποτο κουταβι απο την κτηνωδια καπου στην Καλλικρατους με Τρυκουπη γωνια, ενω αυριο εχεις να ταξεδεψεις την μιση Ελλαδα. Κι οσο για το μεθαυριο. . . Ω, αυτο το μεθαυριο. .

1 σχόλιο:

antinetrino είπε...

Υπέροχο!
(Το διαβάζω και δεν το χορταίνω)