Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009
Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009
Federico Garcia Lorca
Η καρδια μου γυμνωθηκε
σαν ενα φιδι απ' το παλιο πετσι της
και τη θωρω αναμεσα στα δαχτυλα μου
γεματη κοψιες και μελι
Που ειναι οι σκεψεις
που φωλιαζανε μες στις πτυχες σου;
Και τα ροδα που αρωματιζανε
το Σατανα και τον Ιησου Χριστο;
Φτωχο στρατσοχαρτο που επνιγες
το φανταστικο μου αστερι!
Γκριζα περγαμηνη πονεμενη
απο τους ερωτες που εχω ξεριζωσει.
Μεσα μου βλεπω εμβρυα επιστημης
σπερματα ποιητικα, λειψανα
απ' τις παλιες μου αθωοτητες
κι απ' τα ρομαντικα μου μυστικα.
Να σε κρεμασω στον τοιχο
του αισθηματικου μουσειου μου
πλάι στα σκοτεινα και κρυα
ναρκωμενα κρινα του πονου μου;
Ή να σε βαλω ψηλα στα πευκα,
μελαγχολικο βιβλιο των ερωτων μου,
για να ποτιστεις με τις τριλιες
του αηδονιου την αυγη;
σαν ενα φιδι απ' το παλιο πετσι της
και τη θωρω αναμεσα στα δαχτυλα μου
γεματη κοψιες και μελι
Που ειναι οι σκεψεις
που φωλιαζανε μες στις πτυχες σου;
Και τα ροδα που αρωματιζανε
το Σατανα και τον Ιησου Χριστο;
Φτωχο στρατσοχαρτο που επνιγες
το φανταστικο μου αστερι!
Γκριζα περγαμηνη πονεμενη
απο τους ερωτες που εχω ξεριζωσει.
Μεσα μου βλεπω εμβρυα επιστημης
σπερματα ποιητικα, λειψανα
απ' τις παλιες μου αθωοτητες
κι απ' τα ρομαντικα μου μυστικα.
Να σε κρεμασω στον τοιχο
του αισθηματικου μουσειου μου
πλάι στα σκοτεινα και κρυα
ναρκωμενα κρινα του πονου μου;
Ή να σε βαλω ψηλα στα πευκα,
μελαγχολικο βιβλιο των ερωτων μου,
για να ποτιστεις με τις τριλιες
του αηδονιου την αυγη;
--Granada
Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009
No man is an Iland, intire of it selfe -
Δεν ξερω αν ολοι οι ανθρωποι δεν ειναι νησια απο μονοι τους.
Θα πρεπει να υπαρχουν και αυτοι που στη μεγαλη καταστροφη των τεκτονικων πλακων χωριστηκαν σε κουκιδες στεριας. Μια σταλια μακρια απο την αλλοτινη αγκαλια του διπλανου τους νησιου. Μα αυτη η σταλια πια εγινε ωκεανος.
Δεν ξερω αν ο θανατος καθε ανθρωπου με μειωνει το ιδιο και γι αυτο δεν χρειαζεται να ρωταω για ποιον χτυπαει η καμπανα.
Δεν ξερω καν αν ο πιο μοναχικος θανατος ειναι εκεινου που εζησε πλαι σε αγαπημενα προσωπα τοσο βαθια και τοσο αληθινα.
Δεν με νοιαζει το πως ή το ποτε θα πεθανω, οπως δεν με ενοιαξε το πως και το ποτε γεννηθηκα.
Και δεν ξερω ποσες φορες εχω ακουσει αυτη την καμπανα να χτυπαει. Δεν ξερω ποσες φορες μειωθηκα απο νεκρους που ουτε καν ηξερα.
Κι υστερα φανταζομαι ποσο πλουσιοπαροχα ανεξαντλητοι ειμαστε. Θυμαμαι προσωπα πισω απο υφαντα της Ανατολης. Τα ματια χανονται. Οι φωνες χανονται. Οι μνημες κιτρινιζουν μεσα σου.
Λιγοστα πατηματα, κατι κιθαρες στο μπαλκονι, ενα ντιβανι με σκουρο κοκκινο υφασμα. Ειναι σαν να εχεις ηδη πεθανει μια φορα.
Ξαναγεννιεσαι.
Ψιχουλα απο την προτερη ζωη σου κανουν που και που την μετεφανιση τους. Και σε ταρακουνουν. Και σου θυμιζουν πραγματα που δεν ειναι πλεον δικα σου. Και δεν πρεπει να σε κανουν να κλαις. Γιατι αυτες οι μνημες δεν ειναι καν δικες σου. Ειναι καποιου αλλου. Τα φθαρμενα ματια δεν τα γνωρισες ποτε σου. Και εισαι ενας μικρουλης νεοσσος που εσπασε το αυγο του. Και ειναι θυμωμενος καταφωρα με ολο το συμπαν. Με καθε χαλικι, με καθε γραμμα της αλφαβητου, με καθε υπαρξη γυρω του.
Ειναι λιγακι πιο δυνατος. Θελει δυναμη να σπασεις το τσοφλι. Απο μια μαλακη μεμβρανη σχηματισε ενα πεταλωμενο ραμφος. Δεν ειναι λιγο αυτο. Ειναι δυνατος να καταστρεψει τον προηγουμενο του κοσμο. Και τοσο, μα τοσο αδυναμος για αυτον τον υπεροχο, εξαιρετικο καινουργιο κοσμο. Τοσο χαρουμενος που καταφερε αυτη την περιπετεια και τοσο εξαντλημενα θυμωμενος με το μικρο του μεγεθος.
Παλι. Ξανα. Απο την αρχη.
Πρεπει να γιγαντωσει κι αλλο για να τα βγαλει περα. Σε καθε τελος μια απαρχη. Και αυτο το δικο μας, το συγκεκριμενο κλωσσοπουλο δεν ειναι σιγουρο για τιποτα. Ουτε καν για τη ζεστη κοιλια που το ζεσταινε μεσα στο αυγο. Δεν θελει να ακουει για αλλες καμπανες. Δεν θελει να γινεται ολοενα πιο δυνατο το ραμφος του. Δεν θελει να σπασει αλλο κελυφος.
Δεν ξερω αν ο θανατος καθε ανθρωπου με μειωνει το ιδιο και γι αυτο δεν χρειαζεται να ρωταω για ποιον χτυπαει η καμπανα.
Δεν ξερω καν αν ο πιο μοναχικος θανατος ειναι εκεινου που εζησε πλαι σε αγαπημενα προσωπα τοσο βαθια και τοσο αληθινα.
Δεν με νοιαζει το πως ή το ποτε θα πεθανω, οπως δεν με ενοιαξε το πως και το ποτε γεννηθηκα.
Και δεν ξερω ποσες φορες εχω ακουσει αυτη την καμπανα να χτυπαει. Δεν ξερω ποσες φορες μειωθηκα απο νεκρους που ουτε καν ηξερα.
Κι υστερα φανταζομαι ποσο πλουσιοπαροχα ανεξαντλητοι ειμαστε. Θυμαμαι προσωπα πισω απο υφαντα της Ανατολης. Τα ματια χανονται. Οι φωνες χανονται. Οι μνημες κιτρινιζουν μεσα σου.
Λιγοστα πατηματα, κατι κιθαρες στο μπαλκονι, ενα ντιβανι με σκουρο κοκκινο υφασμα. Ειναι σαν να εχεις ηδη πεθανει μια φορα.
Ξαναγεννιεσαι.
Ψιχουλα απο την προτερη ζωη σου κανουν που και που την μετεφανιση τους. Και σε ταρακουνουν. Και σου θυμιζουν πραγματα που δεν ειναι πλεον δικα σου. Και δεν πρεπει να σε κανουν να κλαις. Γιατι αυτες οι μνημες δεν ειναι καν δικες σου. Ειναι καποιου αλλου. Τα φθαρμενα ματια δεν τα γνωρισες ποτε σου. Και εισαι ενας μικρουλης νεοσσος που εσπασε το αυγο του. Και ειναι θυμωμενος καταφωρα με ολο το συμπαν. Με καθε χαλικι, με καθε γραμμα της αλφαβητου, με καθε υπαρξη γυρω του.
Ειναι λιγακι πιο δυνατος. Θελει δυναμη να σπασεις το τσοφλι. Απο μια μαλακη μεμβρανη σχηματισε ενα πεταλωμενο ραμφος. Δεν ειναι λιγο αυτο. Ειναι δυνατος να καταστρεψει τον προηγουμενο του κοσμο. Και τοσο, μα τοσο αδυναμος για αυτον τον υπεροχο, εξαιρετικο καινουργιο κοσμο. Τοσο χαρουμενος που καταφερε αυτη την περιπετεια και τοσο εξαντλημενα θυμωμενος με το μικρο του μεγεθος.
Παλι. Ξανα. Απο την αρχη.
Πρεπει να γιγαντωσει κι αλλο για να τα βγαλει περα. Σε καθε τελος μια απαρχη. Και αυτο το δικο μας, το συγκεκριμενο κλωσσοπουλο δεν ειναι σιγουρο για τιποτα. Ουτε καν για τη ζεστη κοιλια που το ζεσταινε μεσα στο αυγο. Δεν θελει να ακουει για αλλες καμπανες. Δεν θελει να γινεται ολοενα πιο δυνατο το ραμφος του. Δεν θελει να σπασει αλλο κελυφος.
Και μεσα του ελπιζει, στ' αληθεια ελπιζει, να ειναι απο εκεινους τους ανθρωπους που δεν ειναι νησια απο μονοι τους.
Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009
Die Verwandlung
Als Maria-Electra eines Morgens aus unruhigen Träumen erwachte, fand sie sich in seinem Bett zu einem ungeheueren Ungeziefer verwandelt.
Soon this space will be too small
And I'll go oustide
To the huge illside
Where the wild winds blow
And the cold stars shine
Ειναι φορες που οι λεξεις μετρανε σε χρονο και οι πραξεις σε τοπο. Ειναι φορες που ματια φυτρωνουν στο πισω μερος του κεφαλιου και βλεπεις εκεινα που δεν θες να δεις. Εκεινα που περασανε και που ολοι τα ραινουν εκεινες τις κοινοτοπες εκφρασεις: "μην τα σκεφτεσαι" ή "αν δεν ειχαν συμβει αυτα τοτε δεν θα ησουν ο ανθρωπος που εισαι τωρα".
Και ποιος ειναι τοσο βεβαιος οτι θελουν ολοι να ειναι αυτο που ειναι τωρα.
Ειναι φορες που ολοι δρομοι που επελεξες και σε 'φεραν στο σημερα μοιαζουν τοσο λαθος. Απο την πρωτη εκεινη γαμημενη ανασα πριν εικοσι πεντε χρονια και εντεκα μηνες. Ολα και ολοι τοσο λαθος. Καθε μια επιλογη για πραξη ή μη-πραξη τοσο λαθος.
I'll put my foot
On the living road
And be carried from here
To the heart of the world
Και δεν εισαι εσυ πλεον. Αυτο στο οποιο εχεις μεταμορφωθει σε ολη τουτη τη διαδρομη του χαους κατεληξε σε ενα πλασμα που δεν σου μοιαζει καθολου.
Κοιτα πως κουνα τα χερια. Αυτα τα σημαδεμενα ποδια δεν ειναι τα δικα σου. Αυτο το γυμνο κεφαλι δεν ειναι το δικο σου κεφαλι. Ολη η φαντασια στεγνωσε κι εμεινε η φτηνια. Εμειναν τα δωματια φοβου. Εμειναν οι προδοσιες. Οχι οι προσδοκιες. Χαθηκαν κι αυτες. Κι ετσι χαμενη παραμενεις. Και ετσι ισως παραμεινεις. Και: "ειναι στο χερι σου", λενε. Και συ που δεν ξερεις ποιον να πιστεψεις. Δεν εχεις σε τι να πιστεψεις. Απλως απουσιαζεις.
I'll be strong as a ship
And wise as a wale
And I'll say the three words
That will save us all
And I'll say the three words
That will save us all
Ποιες ειναι αυτες οι τρεις λεξεις.
Εγω δεν μπορω ουτε τον εαυτο μου να σωσω. Μην μου ζητατε να σωσω τον κοσμο.
Soon this space will be too small
And I'll laugh so hard
That the walls cave in
Θελω να γελασω τοσο δυνατα. Θελω να γελασω τοσο φωναχτα. Θελω να παρω ενα ενα τα φλουρια και να τα σπασω, να τα καψω, να καψω αυτο το γλιδερο Ungeziefer που νομιζει πως ειναι εγω. Μα δεν ειναι εγω.
Και θα πεθανω τρεις φορες.
Θα πεθανω πολλες παραπανω.
Πεθαινομαι απο λιγο καθε μερα.
The I'll die three times
And be born again
In a little box
With a golden key
And a flying fish
Will set me free
Ενα ιπταμενο ψαρι θα με απελευθερωσει απο αυτο που ειμαι αναγκασμενη να ειμαι. Ακομα και η αγαπημενη Grete επαψε να μου φερνει ενα πιατο φαγητο. Μονη σου πρεπει να μαθεις να ζεις απο δω και περα μικρο, απαισιο μου Ungeziefer .
Soon this space will be too small
All my veins and bones
Will be burned to dust
You can throw me into
A black iron pot
And my dust will tell
What my flesh would not
Δεν ειναι πλεον η μοναξια που φοβιζει. Δεν ειναι πλεον οι γυρισμενες πλατες που σε βουλιαζουν και σε λουζουν μια πελωρια θαλασσα να πνιγεις μεσα της. Τις εχεις μαθει τοσο καλα πια που δεν θυμασαι ουτε καν τα προσωπα μπροστα απο αυτες τις πλατες. Δεν ειναι ουτε καν ολη αυτη η σκληροτητα της Grete. Γιατι δεν σε νοιαζει. Κανεις δεν σε νοιαζει. Το χειροτερο δεν ειναι κανενας Φοβος σου που θα σε πλευρισει σε εναν βιασμο περα καθε σκληροτητας.
Το χειροτερο ειναι να βλεπεις τον εαυτο σου μεταμορφωμενο.
Να στεκεσαι εκει με τα κολλημενα ματια στο σβερκο. Και απλα να κοιτας. Τιποτα δεν μπορεις να κανεις για οσα εγιναν. Κανενα τερας να σκοτωσεις. Καμια φωνη να βαλεις. Απλως κοιτας. Και τα ματια σου τρεχουν διχως να κλαινε.
Soon this space will be too small
And I' ll go outside
And I' ll go outside
Μια γωνια που να σε γιτωσει απο ολη την ασχημια γυρω σου υπαρχει;
Αυτη η μαγικη μηχανη που θα ξεχασεις ολη την παλια Βρωμια που σε βρηκε και δεν λεει να φυγει απο πανω σου οσες φορες κι αν κανεις μπανιο να την πεταξεις. Υπαρχει; Αηδια. Μια πελωρια αηδια.
Και παλι απο την αρχη θυμος.
Και αναρωτιεσαι γιατι αυτη η αηδια επρεπε να συναντησει εσενα και γιατι ησουν τοσο αφελης.
Και αναρωτιεσαι αν ο Χρηστος ειχε δικιο.
Κι αναρωτιεσαι που πηγαν ολοι.
Κι αναρωτιεσαι αν η μεταμορφωση σου ειναι μονιμη πλεον.
Κι υστερα τιποτα.
Απλα. Τιποτα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)