[...]
ΑΚΟΜΗ οδοιπορώ
στην ερημία των συνωστισμών,
στους ανύποπτους δρόμους.
Κανένας.
Τα παιδιά παίζουν δίχως να μαντεύουν
τις καμπάνες που κρούονται μακριά
σφραγίζοντας το αίμα τους.
Μπορούν ακόμα οι άνθρωποι και γελούν.
Μπορώ κι ακούω ακόμη
τις ομιλίες που κάμπτουν λοξά-εμπορικά πλοία που περνούν
πλάι σε μοναχικό φάρο
χτισμένον καταμεσίς στο πέλαγος. Απ’ τις μετόπες των μεγάρων
τα ρολόγια φωνάζουν:
μηδέν, μηδέν, μηδέν.
μηδέν, μηδέν, μηδέν.
Εκείνοι ερωτεύονται τυχαία,
εκείνοι χτίζουν την επικαιρότητα,
εκείνοι κρατούν τα βιβλία
γεμάτα ισχνούς ασκητές.
Τα τραίνα μεταφέρουν,μς από σταθμούς ερημωμένους,
την καταχνιά και τα κόκκαλα.
Οι πασχαλιές αναδεύουνέα μαβί υπόλειμμα
ξεθωριασμένου ονείρου
πάνω απ’ τα πέτρινα μέτωπα.
Τίποτα.
Κι αυτό το λίγο μύρο
τς παιδικής αναπόλησης
καταναλίσκεται μάταια
χωρίς ηχώ.
Κανείς δεν βλέπει.
Τεφρές νιφάδες
Καλύπτουν τη γη.
Θεέ μου,
6
να σφαλίσω τα μάτια
να σταυρώσω τα χέρια
και ν’ αφεθώ στων ανέμων τη διάθεση.
Έτσι βαθιά κουρασμένος
να κυλήσω στην άβυσσο
ενώ η ταχύτητα της πτώσης
θα σφυρίζει στ’ αυτιά μου
το τραγούδι της ανάπαυσης.
Κλείστε τα παράθυρα.
Η αυθάδεια του φωτός
κηλιδώνει το δάκρυ
μου.
Ας λείψει κι η άνθινη φλυαρία. Δε χρησιμεύει.
Μητέρα σιωπή
φέρε το χέρι σου
στους κροτάφους μου.
Στο γυμνό κρανίο μου
Τα φθινοπωρινά δάση
σαλεύουν τους ίσκιους τους.
Αδελφή μου, νυστάζω.
Που ν’ ακουμπήσω;
Πώς να
κοιμηθώ; Δεν έχω κλίνη.
Κ’ η άρρωστη αυγή
βρίσκει πάλι αναμμένη
τη λάμπα της αγρύπνιας μου.
[...]
(Πόσα χαμόγελα σύναξα
στην πικρή μοναξιά μου
για τη χαρά των ανθρώπων!)
[...]
Μονεμβασια με τον Ριτσο ανοιξη 2011 |
το στερνό σάρκινο ψίχουλομου το πήρες.
Δεν έχω δάκρυ πια. Δεν έχω δέος.
Δεν έχω τίποτ’ άλλο να μου πάρουν.
Πένης, γυμνός, και κατάμονος
-ιδού τα πλούτη μου
που κανείς δε μπορεί να μου τα πάρει.
Δε θα χτυπήσω καμμιά πόρτα.
Δε θα υψώσω παράκληση καμμιά.
Δίχως ψωμί
δίχως δασάκι
δίχως χαλκά
παίρνω το δρόμο της δύσης
με βήματα πλατιά και σταθερά,γυμνός και πλήρης,
άξιος να εγγίσω το Θεό.
[...]
Είναι αργά.
Μήτε ο θάνατος με δέχεται μήτε η ζωή.
*
Μήτε ο θάνατος με δέχεται μήτε η ζωή.
*
Όλα μ'αρνήθηκαν, όλα τ'αρνήθηκα.
Δε με παρηγορεί ούτε η σκέψη.
Ότι αγάπησα
μου το πήρε ο θάνατος και η τρέλα.