Εχεις μπλεχτει σε καβγα?
Μεσα στις λασπες ζυμωνονται οι γροθιες απο λογια και λαβες . . . Και γινομαστε ενα στην παραζαλη απο τα χτυπηματα . . . Κατω απο τη μεση, πανω απο τη μεση, στο προσωπο, μεσα στα ματια, στα χειλη . . . Δεν εχει σημασια . . . Ουτε καν να πονεσεις τον αλλο δεν εχει σημασια οταν ολα παυουν να εχουν γραμμες και διαστασεις και σε πνιγει η θολουρα της καταστρεπτικης μανιας για μια δικαιοσυνη ολοδικη σου. Για μια Δίκη εντελως χαμενη στους διαδρομους του μυαλου σου. Ο Γιοζεφ Κ. ειναι ο Αλλος. Και ο Αλλος δεν εχει λογο. Καταδικαζεται και τιμωρειται . . .
Εχεις χαθει σε συναισθηματικα τοπια?
Δυο σωματα . . . Σε μια αλλου ειδους ζυμωση. Να καταστρεφεται το ενα επανω στο αλλο και πλεον δεν υπαρχει τιποτα περα αυτα τα λεπτα, αυτον τον ερωτα, αυτο το κορμι, αυτο φιλι και την ψυχη μου που αποκτα στομα υλικο να φιλησει, να γευτει . . .
Η αγαπη λενε κανει πολλα θαυματα, μα το μεγιστο ειναι η μετατροπη του αορατου σε ορατο . . .
Εχεις καταστρεψει κατι ομορφο?
Ηταν ενα κοριτσακι με μακρια ισια μαλλακια και γω το πληγωσα. Αφανισα την αθωοτητα του. Διεγραψα τα νιατα της. Δεν υπαρχει πια. Γεννηθηκε, πεθανε και ξαναγεννηθηκε πολυ μετα με μια μεγαλη παυση χρονων στο ενδιαμεσο. Η ενοχη μαστιγωνει τις πλατες μου. Δεν χωρανε αλλες μαστιγες στα πλευρα. Φτανει. Κρατω την εικονα των ματιων της . . Μοιαζουν με τα ματια μου . . Δεν ειναι τα ματια μου . .
Εχεις φανταστει πως ειναι η νεκρικη ακαμψια?
Η νεκρικη ακαμψια ειναι η μεταμορφωση μας σε πλαστικες κουκλες βιτρινας που μερα τη μερα ξεφλουδιζουν το υλικο τους . . . Ποσο φτωχες οι πραγματικες μας διαστασεις.
Ακαμπτοι και σκληροι.
Μονοι.
Τοσο μονοι.
Ουτε να προσποιηθουμε μια αγκαλια. .
Εχεις νιωσει μονος ενω εισαι με παρεα?
Τη μοναξια την ακους να σου μιλα μοναχα αναμεσα στο πληθος. Σαν εισαι ξαπλωμενος στο στρωμα σου το βραδυ ερχονται αλλες φιλεναδες της και σου μουρμουριζουνε στ' αυτι. Η τρελα, η παρανοια, η ανια, η αταραξια, ο πανικος, ο θανατος . . μα η μοναξια επιλεγει τις ωρες που χαμογελας με τ' αστειο καποιου για να σου σφυριξει το νανουρισμα της . . Και συ φωναζεις δυνατα να καλυψεις τη φωνη της. Οι υπολοιποι σου λενε: "Πιο σιγα". Δεν καταλαβαινουν. Δω συ καλα καλα δεν καταλαβαινεις. Δεν θελεις να καταλαβεις . .
Εχεις περιπλανηθει σαν εντομο μεσα στη νυχτα?
Εχεις τα ονειρα να χανεσαι. Εχεις το λοφισκο σου με την ησυχη νυχτα. Τα φωτα της πολης απο κατω μακρια. Ποσο μισεις αυτη την πολη. Ποσο απεχθανεσαι τα ονειρα που σου θυμιζουνε τα ξεχασμενα. Πιανεις ενα εντομο στη χουφτα και το συτριβεις απο φθονο. Που αυτο δεν εχει καμια υποχρεωση. Κανενα αγχος. Κανεναν να αφησει πισω. Απλα πεταει ελευθερο. Το χερι σου η τελευταια του σταση.
Και Γω δεν αισθανομαι καμια τυψη ή μικροτητα για την πραξη μου.
Εχεις νιωσει τη στερια μακρια σου?
Γεννηθηκα μακρια απο τη στερια. Κι οσο κι αν προσπαθησα να τη φτασω, οσο κι αν την ακρακουμπησα καποιες φορες . . . ποτε δεν τυλιχτηκα στ' αρωμα της. Δακρυα κι απελπισια γεμισαν την αποτυχια μου, μα εμαθα οτι μπορω να επιβιωσω και χωρις τη ζεστασια της στεριας. Εφτασα ισαμε δω. Να οριστε. Κι αν ειμαι τυχερη θα καταφερω να βαστιεμαι απο ενα ξεροκλαδο στην ακρη της ακτης να μην σερνοβολιεμαι μια δω μια κει κατα τα κεφια των κυματων . . .
Ως ποτε?
Κι αμα με παρασυρει η παλιρροια?
Εχει ραγισει η καρδια σου?
Δειξτε μου μια αραγιστη καρδια . . .
*****
Par les soirs bleus d'été, j'irai dans les sentiers,
Picoté par les blés, fouler l'herbe menue :
Rêveur, j'en sentirai la fraîcheur à mes pieds.
Je laisserai le vent baigner ma tête nue.
Picoté par les blés, fouler l'herbe menue :
Rêveur, j'en sentirai la fraîcheur à mes pieds.
Je laisserai le vent baigner ma tête nue.
Je ne parlerai pas, je ne penserai rien :
Mais l'amour infini me montera dans l'âme,
Et j'irai loin, bien loin, comme un bohémien,
Par la Nature, -- heureux comme avec une femme.
Mais l'amour infini me montera dans l'âme,
Et j'irai loin, bien loin, comme un bohémien,
Par la Nature, -- heureux comme avec une femme.
Τα γαλαζια βραδια του καλοκαιριου, θα παω στα μονοπατια
Τσιμπιμενος από τα σταχυα, να πατησω το λεπτο χορταρι:
Ονειρευομενος, θα νιωσω τη δροσια του στα ποδια μου
Θα αφησω τον ανεμο να λουσει το γυμνο μου κεφαλι.
Τσιμπιμενος από τα σταχυα, να πατησω το λεπτο χορταρι:
Ονειρευομενος, θα νιωσω τη δροσια του στα ποδια μου
Θα αφησω τον ανεμο να λουσει το γυμνο μου κεφαλι.
Δεν θα μιλω, δεν θα σκεφτομαι τιποτα:
Αλλα η αιωνια αγαπη θα κατασκηνωσει στην ψυχη μου
Και θα παω μακρια, πολύ μακρια, σαν τσιγγανος
Στη φυση,--ευτυχισμενος σαν να ‘μουνα με μια γυναικα.
Αλλα η αιωνια αγαπη θα κατασκηνωσει στην ψυχη μου
Και θα παω μακρια, πολύ μακρια, σαν τσιγγανος
Στη φυση,--ευτυχισμενος σαν να ‘μουνα με μια γυναικα.
--Arthur Rimbaud
March 1870
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου