Η Καρδια μου δεν εγινε χιλια κομματια γιατι δεν ητανε ποτε της απο υλικο συμπαγες. Η καρδια μου ειναι απο χωμα και λουλουδια ανθιζουν οποτε εχει ξανθο καιρο και λιγη χαμηλη βροχουλα. Απο εκεινες τις γονιμες βροχες με τις βελουδινες βροχοσταλιδες. Ηλιοχρωμες μελισσες γυροβολανε στο παρτερι της Καρδιας μου χωρις να σωπαινουν. Ειναι η εποχη της Μεγαλης Μερας. Κι ολα ειναι τοσο ευτυχισμενα χαρουμενα. Μα οσο μεγαλυτερη ειναι η Μερα τοσο μεγαλυτερη θα ειναι και η ακολουθη Νυχτα. Μεγαλη κι αυτη. Τοσο μεγαλη που μερικες φορες το γρασιδι ξεραινεται σε μια παντελη εξαφανιση. Τα λουλουδια ξεθωριαζουν κι ολη η βοη απο τις Μελισσες--bees bees bees--παυει μεμιας. Εχουμε να κανουμε μ' εναν ανυδρο Κατακλυσμο. Κι επειτα με μια Αναγεννηση. Κυκλοι. Κυκλοι. Κυκλοι.
It fell overwhelmingly, down the stairs.
Dropped from the hands of a careless maid.
It felt. Smashed into more pices then there was china in
the jar.
Nonsense? Impossible? How should I know!
I've more sensations now than when I felt I was all me.
I'm a litter of shards strewn on a doormat about to be
Nonsense? Impossible? How should I know!
I've more sensations now than when I felt I was all me.
I'm a litter of shards strewn on a doormat about to be
Η καρδια μου δεν εγινε χιλια κομματια. Η καρδια μου σκορπισε στα περατα. Το χωμα τριφτηκε απο το χερι του χρονου και πασπαλισε το Συμπαν.
Και που να βρω πια ολους τους κοκκους που αποτελουν την ολοτητα της καρδιας μου να ξαναγινω Ενα?
swept.
My fall raised a din like the crash of a jar.
The gods that exist lean over the bannister,
Staring down at the shards their maid left of me.
They're not mad at her.
They indulge her.
What was I - an empty vase?
My fall raised a din like the crash of a jar.
The gods that exist lean over the bannister,
Staring down at the shards their maid left of me.
They're not mad at her.
They indulge her.
What was I - an empty vase?
Σαλιγκαρια περιδιαβαινουν τα στενα του προσωπου μου. Ειναι μετα τη βαρια νεροποντη που βγαινουν. Πασχιζω να τα διωξω, μα δεν τα πιανω. Τα νιωθω. Δεν τα πιανω. Δεν το λεω σε κανεναν. Τα γλιστερα τους σωματα μαχαιρωνουν το δερμα μου κι ας μην ειναι ορατα τα σημαδια τουτα. Ξυνω μυριες φορες το προσωπο μου μεχρι που τρεχει αιμα. Ολαλμυρο αιμα. Μα δεν καταφερνω τιποτα. Τα σαλιγκαρια θα φυγουνε οποτε αυτα θελουνε. Οποτε τελειωσουν τις διαδρομες τους. Τα εχω συντροφια σε αυτο το μοναχικο ταξιδι της Ενηλικιωσης...
They stare at the shards, absurdly conscious,
But conscious of themselves, not of the shards.
They stare down and smile.
Indulgent, they smile at the heedless maid.
Πριν λιγους μηνες ημουνα παιδι. Αφυσικο παιδι. Και τωρα στεκομαι στη διασταυρωση και παρατηρω την κινηση που δηλωνει την ευρεση ζωης. Ενα χραπ για να αποσχιστεις απο τον μητρικο πλακουντα. Αλλο χραπ για να αποσχιστεις απο τον φιλικο πλακουντα. Κι οταν καμια αγαπη δεν υπαρχει... Οταν οι εραστες αλλαζουνε ονομα και σωματα και στοματα και πλεον δεν σημαινουν τιποτα.... Οταν κανεις ερωτα κι επειτα δεν θυμασαι απο ποτε το κορμι σου ειναι κρυο... Ειναι δυο μερες? Ειναι δυο μηνες? Ειναι δυο χρονια? Μονος. Μονη. Τοσο μονη. Τοσο ολοτελα μονος. Με ερημωνει η Μοναξια. Μου τα παιρνει ολα και δεν μου αφηνει τιποτα. Βαζει στις αποσκευες της την ορεξη, το γελιο, την ξεγνοιαστη διαθεση... στο τελος τελος θυμαται και την "ελπιδα"... Την φορτωνει και αυτη και με χαιρετα μ' ενα απλο "γεια σου"... Κι οσα ρουχα κι αν ντυνομαι πια ειμαι
τοσο
μα τοσο
μα τοσο
μα τοσο
γυμνη...
The big star-carpeted staircase spreads out.
A shard is shining, glossy side up, among the stars.
Is it my work? My one and only soul? My life?
A shard.
And the gods squint at it, not knowing why it got left
there.
--Fernando Pessoa,1929
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου