Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009
Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009
being in Auschwitz . . .
Μεσα στο στρατοπεδο ολα ειναι υγρα. Οι τοιχοι σηπτονται μερα τη μερα. Μεσα στην τυφλοτητα της γνωσης πορευομαι και μεγαλωνω. Ανοιγω το στομα και οι λεξεις δεν βρισκουν το νοημα των συναισθηματων. Μοναχα να μπορουσα να απλωσω τα χερια να πλασω στα αγαπημενα σωματα τους ηχους, τα χρωματα, τις αναγκες και τους φοβους. Ενα φιλι στο στομα. Βαθυ φιλι. Η γλωσσα να χανεται μεσα Του. Να λειανει ολες τις σκληρες ακρες του κορμιου του. Μια αγκαλια. Η αγκαλια σε εκεινη κι εκεινη κι εκεινη. Το κεφαλι να κρυβεται στους αγκωνες της. Δεν θελω να βλεπω αυτον τον κοσμο. Ειναι κρυος. Ειναι ενα ροδο κι εγω επικεντρωνομαι στα αγκαθια. Παω να τα πιασω. Να τα κανω φιλους μου. Μα γιγαντωνουν και με κοβουν σε φετες αλμυρας. Προσφερομαι στην πλαση και εκεινη με ρωταει:
Γελαει και με κοιταζει. Θελω να την πιασω απο τα μαλλια να την πονεσω. Οπως με ποναει ο χρονος που περναει. Μεταμορφωσεις που δεν συμμεριζομαι. Και δεν θελω. Τιποτα ν' αλλαξει δεν θελω. Σαν ενα μικροσκοπικο ποδαρακι με κοκκινες μπουκλες στην αγκαλια του Herr. Αλλαζουν οι ρολοι και πλεον γω γινομαι το παπουτσι.
Οι δρομοι που παιρνουν το παρον μακρια. Ο χορός να κυλησεις μεσα στον αλλο και να γινεις ο αλλος. Αλλαζω ρουχα και ντυνομαι το λευκο φουστανακι της βαφτισης. Τοσο αθωο το σωμα ακομα. Τοσο αθωες οι σκεψεις κι ας κυλιουνται σε δωματια γεματα γατζους και μαστιγια και δερματινα δεσμα. Δεν ειμαι η ιδια που ημουνα πριν λιγο καιρο. Ποτε δεν θα ειμαι.
Διχοτομηση και πολλαπλασιασμος. Ξαφνικα η αριθμητικη ειναι πιο κοντα στη γλωσσα του συναισθανεσθαι.
Μπερδευομαι. Συγχονευομαι. Τρομαζω. Νομιζω οτι υπαρχουν χειλη να δαγκωσω απο ερωτικη φρενιτιδα, μα στο τελος το δικο μου προσωπο γεμιζει αιματα. Οι γνωριμες αγκαλιες χανονται. Ενα "ετσι" κανω να τις πιασω και μου μενουν αδειανα πουκαμισα στα χερια.
Κομμενα χερια. Κομμενα ποδια. Κομμενη και γδαρμενη παντου.
Μοναχα αυτο εχεις να δωσεις?
Ο εαυτος μου ειναι o,τι πολυτιμοτερο εχω.
Δεν ειναι αρκετο.
Ο εαυτος μου ειναι o,τι πολυτιμοτερο εχω.
Δεν ειναι αρκετο.
Γελαει και με κοιταζει. Θελω να την πιασω απο τα μαλλια να την πονεσω. Οπως με ποναει ο χρονος που περναει. Μεταμορφωσεις που δεν συμμεριζομαι. Και δεν θελω. Τιποτα ν' αλλαξει δεν θελω. Σαν ενα μικροσκοπικο ποδαρακι με κοκκινες μπουκλες στην αγκαλια του Herr. Αλλαζουν οι ρολοι και πλεον γω γινομαι το παπουτσι.
Οι δρομοι που παιρνουν το παρον μακρια. Ο χορός να κυλησεις μεσα στον αλλο και να γινεις ο αλλος. Αλλαζω ρουχα και ντυνομαι το λευκο φουστανακι της βαφτισης. Τοσο αθωο το σωμα ακομα. Τοσο αθωες οι σκεψεις κι ας κυλιουνται σε δωματια γεματα γατζους και μαστιγια και δερματινα δεσμα. Δεν ειμαι η ιδια που ημουνα πριν λιγο καιρο. Ποτε δεν θα ειμαι.
Διχοτομηση και πολλαπλασιασμος. Ξαφνικα η αριθμητικη ειναι πιο κοντα στη γλωσσα του συναισθανεσθαι.
Μπερδευομαι. Συγχονευομαι. Τρομαζω. Νομιζω οτι υπαρχουν χειλη να δαγκωσω απο ερωτικη φρενιτιδα, μα στο τελος το δικο μου προσωπο γεμιζει αιματα. Οι γνωριμες αγκαλιες χανονται. Ενα "ετσι" κανω να τις πιασω και μου μενουν αδειανα πουκαμισα στα χερια.
Κομμενα χερια. Κομμενα ποδια. Κομμενη και γδαρμενη παντου.
Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009
Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009
Ασπρο--Μαυρο
'Ασπρη είναι η αρία φύλη
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
για την αποκατάσταση του μαύρου.
--Κατερινα Γωγου
Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009
Te Roza Y Te Quema--José Mercé
Pilas alcalinas pa mi corazón cansao
Pilas alcalinas, o morirme desolao
O morirme desolao
Pilas alcalinas para la gente perdía
Pilas que me dieran un ratito de alegría
Ay, que de alegría
Lleva, me lleva
Me lleva el aire
Siempre a tu vera
Eres como la cera
Que te roza y te quema, no
Tú no me hieras
Con lo que te quiero yo
Calle donde el viento
Cuando pasa huele a tí
Día que no pasa
Ay, que ganas de morir
Ay que de morir
Viento que me trae
Los aromas de tu cuerpo
Viento que me deja
Y me pierdo en mi silencio
Ay, en mi silencio
Pilas alcalinas, o morirme desolao
O morirme desolao
Pilas alcalinas para la gente perdía
Pilas que me dieran un ratito de alegría
Ay, que de alegría
Lleva, me lleva
Me lleva el aire
Siempre a tu vera
Eres como la cera
Que te roza y te quema, no
Tú no me hieras
Con lo que te quiero yo
Calle donde el viento
Cuando pasa huele a tí
Día que no pasa
Ay, que ganas de morir
Ay que de morir
Viento que me trae
Los aromas de tu cuerpo
Viento que me deja
Y me pierdo en mi silencio
Ay, en mi silencio
Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009
Tatar Love Song (feat. Maiya James)--Oi Va Voi
|
– You don't need a friend you need a doctor.
(A long silence.)
– You are so wrong.
(A very long silence.)
– But you have friends.
(A long silence.)
You have a lot of friends.
What do you offer your friends to make them so supportive?
(A long silence.)
What do you offer your friends to make them so supportive?
I feel your pain but I cannot hold your life in my hands.
– I know. I'm angry because I understand, not because I don't.
Ανωμαλη προσγειωση στην πραγματικοτητα.... Σαμπως εκανα και τιποτα ομαλα ως τωρα?
(A long silence.)
– You are so wrong.
(A very long silence.)
– But you have friends.
(A long silence.)
You have a lot of friends.
What do you offer your friends to make them so supportive?
(A long silence.)
What do you offer your friends to make them so supportive?
I feel your pain but I cannot hold your life in my hands.
– I know. I'm angry because I understand, not because I don't.
Ανωμαλη προσγειωση στην πραγματικοτητα.... Σαμπως εκανα και τιποτα ομαλα ως τωρα?
Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009
S.O.S--Macaco
Flotando en el aire
Rumbo paquí
Rumbo pa ya
Se hunde la tierra
De su wawanco
Se hunden cachitos entre tu y yo
Se hunde la guasa
Se hunde la comparsa
Se hunde el sonido del tambor
Se hunde
Mares,
Mares, Mares, Mares
Tierra de Mares
Se ahoga el mundo
En su propio mar (2x)
Dicen que no lo sabían
que la barca se quebró
Pero el que tapa solo retrasa
Lo que un mal paso nos dio
Un mundo de poco oído
Que nadie escucha naufragio
Pa todo el mundo (2x)
Mares, Mares, Mares, Mares
Tierra de Mares
Se ahoga el mundo
En su propio mar (2x)
Palabras de huesos por la médula
Atravieso camino
Pasos muy lentos pisando
Pasos con pasos
Así somos
Donde vamos
Sin tierra nos quedamos
Vete tu a saber
Vete tu a saber
Ciegos de malas lunas
Ladrando perros en sus cunas
Tenían mal aguero
Nunca fue fácil sus vuelos
Y si la tormenta
Caminan pal de frente
Y las patadas que nos vengan por delante
Mares, Mares, Mares, Mares
Tierra de Mares
Se ahoga el mundo
En su propio mar (6x)
Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009
Στον Ουρανό του Τίποτα με Ελάχιστα
Μια ζελατινη με καλυπτει ολακερη. Απο την κορφη μεχρι τα νυχια. Σε μια δευτερη μητρα μεσα που μ' ακολουθουσε εως τωρα. Πιο ανεπαισθητη. Πιο λεπτη και ευθραυστη απο την πρωταρχικη. Ωστοσο, ζεστη και παρουσα. Ενα κουβαρι σαρκας γινομουν τις ωρες της Αγρυπνιας τοτε. Μονη με τη μοναξια μου και την απελπισια απο παντου να ζουλαει το χαλαρο κελυφος. Ομως ακομα και τοτε ενιωθα κομματι αυτου του Κοσμου. Ενιωθα την μοναδικοτητα μου χωμενη στο παλζ του Συμπαντος. Και το χαδι απο το αορατο καβουκι εφερνε την ελπιδα. Τοτε.
Μερικοι λενε οτι την ωρα που γεννιεσαι πονας. Και ο πονος αυτος σε σημαδευει μια ζωη. Τιποτα ομως δεν συγκρινεται με τον πονο της επομενης γεννησης σου. Με τα χερια ατσαλα σβηνεις ολες τις μνημες που σε παιρνουν απο την Αθωοτητα στην Αληθεια. Δεν θες να κοιταξεις και σπας τους καθρεφτες. Γκρεμιζω καθε αντανακλαση που με μεγαλωνει στα ματια μου. Γιατι δεν θελω να δω πως η γλυκια ασπιδα πλεον δεν υπαρχει. Και στεκομαι σε τουτο το λεπτο που ακομα δεν εχω παρει την ανασα μου. Αν πεθανω τωρα τα πνευμονια μου βαρια σαν σιδερο θα βουλιαξουν στο νερο και θα ειναι σαν να μην υπηρξα ποτε μου. Ομως δεν θελω να παρω τουτο τον πρωτοτοκο ανασαμο. Κι ας εχω συνειδηση και ας ξερω οτι δεν προκειται να αντεξω για πολυ ακομα διχως αερα.
Εχω μια ακρατη οργη στα σπλαγχνα μου. Φοβαμαι τα παιδια της οργης μου. Φοβαμαι το σκοταδι. Ειδα το ψαλιδι του Γεννησουργου να με αποκοπτει απο την Ολοτητα και αυτη τη φορα δεν εκλαψα. Οχι οπως πριν χρονια στο λευκο χειρουργικο δωματιο. Δεν θελω να κλαψω. Δεν θελω να ερωτευτω. Ισως και να θελω να ερωτευτω... Ομως ο Ερωτας ειναι ακομα πιο φοβερος απο την τυραννια της Γνωσης. Ερχεται στο δωμα σου τα βραδια και χανεται τη μερα. Να μην τον δεις. Να μην τον χαιδεψεις τρυφερα με τα ματια. Μοναχα αγριες δαγκωματιες με τα δοντια. Τον ερωτα τον χαιδευεις με το στομα. Και τα χερια? Τα χερια πλαθουν. Σκιζουν σαρκες του αλλουνου απο εγωισμο και τις κανουν κτημα. Τα γλυκολογα του ερωτα ειναι το αιμα. Η αγαπη λιωνει τ' αστερια, μα ο ερωτας τα κανει σκονη. Μια κι εξω. Δεν αφηνει τιποτα ορθιο. Τιποτα γονιμο. Σε καταπινει. Σε υποδουλωνει. Σε διαλυει. Απαιτει. Παιρνει. Κουρσευει. Ειναι αντρας ο Ερωτας. Ειναι κατακτητης και λεηλατης. Δεν χαριζεται. Σε κανεναν. Μοναχα τα αφτιασιδωτα χειλη καταφεραν να μιλησουν μια ιδεα του τι ειναι ο Ερωτας.
Κι υστερα ειναι η Θυσια. Ειναι το να δινεις εαυτον σου χωρις ανταλλαγματα. Χωρις καν να σκεφτεις οτι δινεσαι. Απλως αφηνεις την υποσταση σου σε μια κατασταση αυτουπνωσης για χαρη εκεινου που αγαπας. Η γυναικα ξερει στ' αληθεια να θυσιαζεται. Και μιλουμε για την ωμη θυσια. Ο Αβρααμ σφαζει τον γιο του επειδη υπακουει σ' εναν θεο. Τον θεο του. Το κανει για να σωσει την ψυχη του. Η Μηδεια απαγχονιζει τα παιδια της επειδη την προδωσαν. Την εξαπατησαν. Αγαπαει αυτον τον αντρα και ειναι πιστη στους ορκους της. Το κανει και μαζι σκοτωνει και την ψυχη της την ιδια. Ειναι μητερα, ειναι γυναικα, ειναι ερωμενη, ειναι θνητη. Βουταει στην Κολαση με πληρη αποδοχη και ψυχραιμια.
Μισω αυτους που αγαπαω πιοτερο απο ολα. Αγαπω εκεινα που αλλοτε μισουσα. Γυρω μου ενας κοσμος ουτε πολυ καλυτερος, ουτε πολυ χειροτερος απο οτι ηταν και γω να παλευω με την αφελεια ενος παιδιου να ξεδιαλυνω γιατι κανεις δεν καταλαβαινει. Γιατι τα αυτονοητα δεν ειναι αυτονοητα. Γιατι δεν μπορουν οι γυρω μου να δουν ποσο απλα ειναι μερικα πραγματα. Τα συλλογικα εγκληματα μιας Εποχης με σημαιες την υποκρισια και την αδιαφορια. Κι εγω να πνιγομαι στον μικροκοσμο της παλης μου. Να βρω απαντησεις τωρα που ολοι ειναι μακρια και ειμαι μονη. Τοσο μονη. Χωρις ρουχα. Χωρις ανασα. Χωρις την αγκαλια που θα με κοιμηθει και για λιγο θα με κανει να μην ειμαι τοσο μα τοσο μονη. Ενα παιδι.
Μερικοι λενε οτι την ωρα που γεννιεσαι πονας. Και ο πονος αυτος σε σημαδευει μια ζωη. Τιποτα ομως δεν συγκρινεται με τον πονο της επομενης γεννησης σου. Με τα χερια ατσαλα σβηνεις ολες τις μνημες που σε παιρνουν απο την Αθωοτητα στην Αληθεια. Δεν θες να κοιταξεις και σπας τους καθρεφτες. Γκρεμιζω καθε αντανακλαση που με μεγαλωνει στα ματια μου. Γιατι δεν θελω να δω πως η γλυκια ασπιδα πλεον δεν υπαρχει. Και στεκομαι σε τουτο το λεπτο που ακομα δεν εχω παρει την ανασα μου. Αν πεθανω τωρα τα πνευμονια μου βαρια σαν σιδερο θα βουλιαξουν στο νερο και θα ειναι σαν να μην υπηρξα ποτε μου. Ομως δεν θελω να παρω τουτο τον πρωτοτοκο ανασαμο. Κι ας εχω συνειδηση και ας ξερω οτι δεν προκειται να αντεξω για πολυ ακομα διχως αερα.
Εχω μια ακρατη οργη στα σπλαγχνα μου. Φοβαμαι τα παιδια της οργης μου. Φοβαμαι το σκοταδι. Ειδα το ψαλιδι του Γεννησουργου να με αποκοπτει απο την Ολοτητα και αυτη τη φορα δεν εκλαψα. Οχι οπως πριν χρονια στο λευκο χειρουργικο δωματιο. Δεν θελω να κλαψω. Δεν θελω να ερωτευτω. Ισως και να θελω να ερωτευτω... Ομως ο Ερωτας ειναι ακομα πιο φοβερος απο την τυραννια της Γνωσης. Ερχεται στο δωμα σου τα βραδια και χανεται τη μερα. Να μην τον δεις. Να μην τον χαιδεψεις τρυφερα με τα ματια. Μοναχα αγριες δαγκωματιες με τα δοντια. Τον ερωτα τον χαιδευεις με το στομα. Και τα χερια? Τα χερια πλαθουν. Σκιζουν σαρκες του αλλουνου απο εγωισμο και τις κανουν κτημα. Τα γλυκολογα του ερωτα ειναι το αιμα. Η αγαπη λιωνει τ' αστερια, μα ο ερωτας τα κανει σκονη. Μια κι εξω. Δεν αφηνει τιποτα ορθιο. Τιποτα γονιμο. Σε καταπινει. Σε υποδουλωνει. Σε διαλυει. Απαιτει. Παιρνει. Κουρσευει. Ειναι αντρας ο Ερωτας. Ειναι κατακτητης και λεηλατης. Δεν χαριζεται. Σε κανεναν. Μοναχα τα αφτιασιδωτα χειλη καταφεραν να μιλησουν μια ιδεα του τι ειναι ο Ερωτας.
Κι υστερα ειναι η Θυσια. Ειναι το να δινεις εαυτον σου χωρις ανταλλαγματα. Χωρις καν να σκεφτεις οτι δινεσαι. Απλως αφηνεις την υποσταση σου σε μια κατασταση αυτουπνωσης για χαρη εκεινου που αγαπας. Η γυναικα ξερει στ' αληθεια να θυσιαζεται. Και μιλουμε για την ωμη θυσια. Ο Αβρααμ σφαζει τον γιο του επειδη υπακουει σ' εναν θεο. Τον θεο του. Το κανει για να σωσει την ψυχη του. Η Μηδεια απαγχονιζει τα παιδια της επειδη την προδωσαν. Την εξαπατησαν. Αγαπαει αυτον τον αντρα και ειναι πιστη στους ορκους της. Το κανει και μαζι σκοτωνει και την ψυχη της την ιδια. Ειναι μητερα, ειναι γυναικα, ειναι ερωμενη, ειναι θνητη. Βουταει στην Κολαση με πληρη αποδοχη και ψυχραιμια.
Μισω αυτους που αγαπαω πιοτερο απο ολα. Αγαπω εκεινα που αλλοτε μισουσα. Γυρω μου ενας κοσμος ουτε πολυ καλυτερος, ουτε πολυ χειροτερος απο οτι ηταν και γω να παλευω με την αφελεια ενος παιδιου να ξεδιαλυνω γιατι κανεις δεν καταλαβαινει. Γιατι τα αυτονοητα δεν ειναι αυτονοητα. Γιατι δεν μπορουν οι γυρω μου να δουν ποσο απλα ειναι μερικα πραγματα. Τα συλλογικα εγκληματα μιας Εποχης με σημαιες την υποκρισια και την αδιαφορια. Κι εγω να πνιγομαι στον μικροκοσμο της παλης μου. Να βρω απαντησεις τωρα που ολοι ειναι μακρια και ειμαι μονη. Τοσο μονη. Χωρις ρουχα. Χωρις ανασα. Χωρις την αγκαλια που θα με κοιμηθει και για λιγο θα με κανει να μην ειμαι τοσο μα τοσο μονη. Ενα παιδι.
Το πρωτο μου παιδι.
Που ειναι παντα ο Εαυτος μας.
Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2009
Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009
And here is danger--a woman with sea-green eyes, And white-skinned as a witch . . .
Each cries a secret. I run among them, reach out vain hands, and drown. 'I am the one who stood beside you and smiled, Thinking your face so strangely young . . . ' 'I am the one who loved you but did not dare.' 'I am the one you followed through crowded streets, The one who escaped you, the one with red-gleamed hair.' 'I am the one you saw to-day, who fell Senseless before you, hearing a certain bell: A bell that broke great memories in my brain.' 'I am the one who passed unnoticed before you, 'I am the one who rode beside you, blinking At a dazzle of golden lights. Tempests of music swept me: I was thinking Of the gorgeous promise of certain nights: Of the woman who suddenly smiled at me this day, Smiled in a certain delicious sidelong way, And turned, as she reached the door, To smile once more . . . Her hands are whiter than snow on midnight water. Her throat is golden and full of golden laughter, Her eyes are strange as the stealth of the moon On a night in June . . . She runs among whistling leaves; I hurry after; She dances in dreams over white-waved water; Her body is white and fragrant and cool, Magnolia petals that float on a white-starred pool . . . I have dreamed of her, dreaming for many nights Of a broken music and golden lights, Of broken webs of silver, heavily falling Between my hands and their white desire: And dark-leaved boughs, edged with a golden radiance, Dipping to screen a fire . . . I dream that I walk with her beneath high trees, But as I lean to kiss her face, She is blown aloft on wind, I catch at leaves, And run in a moonless place; And I hear a crashing of terrible rocks flung down, And shattering trees and cracking walls, And a net of intense white flame roars over the town, And someone cries; and darkness falls . . . But now she has leaned and smiled at me, My veins are afire with music, I shall dream to her secret heart tonight . . . ' Rain . . . rain . . . rain . . . we are buried in rain, It will rain forever, the swift wheels hiss through water, Pale sheets of water gleam in the windy street. The pealing of bells is lost in a drive of rain-drops. Remote and hurried the great bells beat. 'Draw three cards, and I will tell your future . . . Draw three cards, and lay them down, Rest your palms upon them, stare at the crystal, And think of time . . . My father was a clown, My mother was a gypsy out of Egypt; And she was gotten with child in a strange way; And I was born in a cold eclipse of the moon, With the future in my eyes as clear as day.'Invisible, in a cloud of secret pain.' Ιn and out, one walked with him: She parted the branches and peered at him, Through lowered lids her two eyes burned, He heard her breath, he saw her hand, Wherever he turned his way, she turned: Kept pace with him, now fast, now slow; Moving her white knees as he moved . . . This is the one I have always loved; This is the one whose bat-soul comes To dance with me, flesh to flesh, In the starlight dance of horns and drums . . . Dance! Dance! Dance! Dance! Dance till the brain is red with speed! Dance till you fall! Lift your torches! Kiss your lovers until they bleed! Backward I draw your anguished hair Until your eyes are stretched with pain; Backward I press you until you cry, Your lips grow white, I kiss you again, I will take a torch and set you afire, I will break your body and fling it away. . . . Look, you are trembling. . . .Lie still, beloved! Lock your hands in my hair, and say Darling! darling! darling! darling! All night long till the break of day. Conrad Potter Aiken--The House of Dust
μετ.
[...] Ο καθενας (ενν. ηχος) κλαιει ένα μυστικο.
Τρεχω αναμεσα τους, απλωνω ακαρπα χερια, και πνιγομαι.
«Ειμαι αυτος που σταθηκε πλάι σου και χαμογελασε,
Σκεφτομενος το προσωπο σου τοσο περιεργα νεανικο…
Ειμαι αυτος που σ’ αγαπησε αλλα δεν τολμησε.
Ειμαι αυτος που ακολουθησες διαμεσου γεματων δρομων,
Αυτος που σε δραπετευσε, αυτος με τα κοκκινόφωτα μαλλια.»
«Ειμαι αυτος που ειδες σημερα, που επεσε
Αναισθητος μπροστα σου, ακουγοντας μια ορισμενη καμπανα:
Μια καμπανα που γεννησε σπουδαιες μνημες στον εγκεφαλο μου.
Ειμαι αυτος που περασε απαρατηρητος από μπροστα σου,
Ειμαι αυτος που ιππευσε πλαι σου, τρεμοπαιζοντας τα βλεφαρα
Σε μια λαμψη από χρυσα φωτα.
Θυελλες μουσικης με χαιδεψαν: Σκεφτομουν
Την θεσπεσια υποσχεση ορισμενων βραδιων:
Τη γυναικα που ξαφνικα μου χαμογελασε αυτή τη μερα,
Χαμογελασε με έναν ορισμενα απολαυστικο, λοξο τροπο,
Και γυρισε, καθως εφτασε την πορτα,
Να χαμογελάσει άλλη μια φορα…
Τα χερια της ειναι λευκοτερα από χιονι στα νερα του μεσονυκτιου
Ο λαιμος της ειναι χρυσαφης και γεματος χρυσαφια γελια,
Τα ματια της ειναι παραξενα σαν τη μυστικοτητα του φεγγαριου
Μια νυχτα του Ιουνη…
Τρεχει αναμεσα από το σφυριγμα των φυλλων, επιταχυνω μετα
Χορευει σε ονειρα πανω σε λευκο-κυματα νερα
Το σωμα της ειναι ασπρο και αρωματισμενο και δροσερο,
Πεταλα μανολιας που επιπλεουν σε μια λιμνη από λευκα αστερια…
Την εχω ονειρευτει, ονειρευτηκα πολλα βραδια
Μια σπασμενη μουσικη και χρυσαφενια φωτα,
Σπασμενους ιστους από ασήμι, βαρεια να πεφτουν
Αναμεσα στα χερια μου και της λευκης τους επιθυμιας:
Και σκουροφυλλα κλωναρια, πλαισιωμενα με μια χρυσαφενια ακτινοβολια,
Εμβαπτιζονται να καλυψουν μια φωτια…
Ονειρευτηκα πως περπατω μ’ εκεινη κατω από ψηλα δεντρα,
Αλλα καθως σκυβω να φιλησω το προσωπο της
Ανατιναζεται ψηλα στον ανεμο, πιανομαι στα φυλλα,
Και τρεχω προς ένα αφεγγαρο μερος
Και ακουω τον κροτο από απαισιες πετρες να πεφτουν κατω,
Και θρυμματισμενα δεντρα και τσακισμενοι τοιχοι,
Και έναν ιστο εντονης λευκης φλογας να μουγκριζει πανω απ’ την πολη,
Και καποιος κλαιει, και το σκοταδι πεφτει…
Αλλα τωρα εκεινη εγειρε και μου χαμογελασε
Οι φλεβες μου ειναι φλογισμενες με μουσικη,
Τα ματια της με φιλησαν, το σωμα μου μεταμορφωθηκε σε φως,
Θα ονειρευτω την κρυφη της καρδια αποψε…
Βροχη… Βροχη… Βροχη… ειμαστε θαμμενοι στη βροχη,
Θα βρεχει για παντα, οι γοργοι τροχοι σφυριζουν διαμεσου του νερου
Χλωμα σεντονια νερου λαμποκοπουν στους δρομους με τους ανεμους.
Το κουδουνισμα των καμπανων χαθηκε από την ορμη των βροχοσταλιδων.
Μοναχικες και φουριοζικες οι μεγαλες καμπανες χτυπουν.
Ζωγραφισε τρια τραπουλοχαρτα, και θα σου πω το μελλον σου…
Ζωγραφισε τρια τραπουλοχαρτα, και αφησε τα κατω,
Ακουμπησε τις παλαμες σου πανω τους, προσηλωσου στην κρυσταλλινη σφαιρα,
Και σκεψου το χρονο… Ο πατερας μου ηταν κλοουν,
Η μητερα μου ηταν Τσιγγανα της Αιγυπτου,
Και βρεθηκε με παιδι μ' έναν περιεργο τροπο,
Και γεννηθηκα μια κρυα κρυα εκλιψη του φεγγαριου,
Με το μελλον μεσα στα ματια μου τοσο καθαριο οσο η μερα.. «Αορατο, μεσα σ’ ένα συννεφο μυστικου πονου..»
Μεσα κι εξω, καποιος περπατησε μαζι του:
Εκεινη παραμερισε τα κλαδια και τον κρυφοκοιταξε,
Αναμεσα στα χαμηλομενα βλεφαρα τα δυο της ματια φλεγονται,
Ακουσε την ανασα της, ειδε το χερι της,
Οπου κι αν γυρνουσε το δρομο του, εκεινη γυριζε:
Κρατουσε το βηματισμο του, τωρα γρηγορα, τωρα αργα
Κινωντας τα λευκα της γονατα καθως εκεινος κινουνταν…
Αυτή ειναι εκεινη που παντα αγαπουσα
Αυτή ειναι εκεινη της οποιας η καρδια-νυχτεριδα ερχεται
Να χορεψει μαζι μου, σαρκα με σαρκα,
Στον αστροφωτο χορο από κλαξον και τυμπανα…
Χορεψε! Χορεψε! Χορεψε! Χορεψε! Χορεψε!
Χορεψε ωσοτου ο εγκεφαλος γινει κοκκινος απ’ την ταχυτητα!
Χορεcε ωσπου να πεσεις! Σηκωσε τους πυρσους σου!
Φιλησε τους εραστες σου μεχρι να ματωσουν!
Προς τα πισω τραβω τα αγωνιωδη μαλλια σου
Μεχρι τα ματια σου να τεντωθουν απ’ τον πονο
Προς τα πισω σε ωθω μεχρι να κλαψεις,
Τα χειλη σου ασπριζουν, σε φιλω ξανα,
Θα παρω μια δαδα και θα σου βαλω φωτια,
Θα σχισω το σωμα σου και θα το πεταξω μακρια…
Κοιταξε που τρεμεις… Ξαπλωσε ακινητος αγαπημενε!
Κλειδωσε τα χερια σου στα μαλλια μου, και πες:
Αγαπη μου! Αγαπη μου! Αγαπη μου! Αγαπη μου!
Ολοκληρη τη νυχτα μεχρι τη χαραυγη.
Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009
Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009
Σωπασε... και Ακου..
Loreena McKennitt--Night Ride Across the Caucasus
Ride on Through the night Ride on
Ride on Through the night Ride on
There are visions, there are memories
There are echoes of thundering hooves
There are fires, there is laughter
There's the sound of a thousand doves
In the velvet of the darkness
By the silhouette of silent trees
They are watching, they are waiting
They are witnessing life's mysteries
Cascading stars on the slumbering hills
They are dancing as far as the sea
Riding o'er the land, you can feel its gentle hand
Leading on to its destiny
Take me with you on this journey
Where the boundaries of time are now tossed
In cathedrals of the forest
In the words of the tongues now lost
Find the answers, ask the questions
Find the roots of an ancient reee
Take me dancing, take me singing
I'll ride on till the moon meets the sea
Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009
Flowers Become Screens
Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται.
Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.
Τρέχουμε. Ξέρουμε πώς τρέχουμε να πεθάνουμε, μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε.
Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα. Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται όλες οι δυνάμες του Σύμπαντου.
Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν, ν΄ ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω. Αλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.
Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.
Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!
Μεσα στους πλαστικους κοσμους μας πορευομαστε την ανηλιαγη αυτη χρονια. Δεν εχει πλεον σημασια τι εισαι και τι νιωθεις. Μπορεις τοσο ευκολα να φτιαξεις μονος σου τον καμβα και να σε τοποθετησεις ομορφα, μεγαλοπρεπα στη θεση του Πρωτου Βιολιου.
Νιωθεις πονο? Οριστε το χαπι για να μην πονας.
Νιωθεις θλιψη? Να το αλλο χαπι της αντι-θλιψης.
Τα χερια σου βαραινουν και αρνεισαι να βγεις απο την κουραση? Το χαπι της αντι-ληθης θα ερθει να σε κρατησει ξυπνιο.
Αισθηματα που δεν τ' αφηνουμε να αναδηθουν. Εκτρωτικα τα σβηνουμε για να φερουμε στη θεση τους τα ψευτικα λουλουδια που θα δειχνουνε πιο ταιριαστα με το περιβαλλον. Τα τριανταφυλλα θα μαραθουν τοσο συντομα. Δεν καταλαβαινουμε πως το νοημα δεν ειναι το εφημερο κοψιμο των κατακοκκινων ροδων, μα να βρουμε την τριανταφυλλια εκεινη που θα μυρισει το μυαλο μας. Κι επειτα να χτισουμε γυρω της το σπιτι μας σε μια αγκαλια.
Φωνες και μαλωματα και τσακωμοι. Απαρχαιωμενα συνθηματα και η συνειδητοποιηση πως το σχεδιο των Ρομποτ-οντων ηδη εχει μπει σε πληρη εφαρμογη. Γεννιομαστε με εναν προσχεδιασμενο σκοπο. Σε εναν κοσμο δαιδαλωδων συμφεροντων. Με την ηθικη ως ανθρωπιστικη εννοια να σκουντουφλαει. Ο ρατσισμος και η αποξενωση. Η μοναξια και τα δακρυα. Αυτο τον πολιτισμο παραδιδουμε στο Αυριο?
Οκνηρα συναισθηματα. Νεοι που δεν ειναι νεοι, αλλα μαθουσαλες γεροι κατω απο το δερμα. Σαν να μην μπορουμε να παραγουμε τποτα καινουργιο.
Ποιος μας επεισε για τουτη τη στειροτητα?
Η αγριοτητα του Ανθρωπου παντοτε υπηρχε, μα ποτε αλλοτε δεν ειχε αυτον τον καθωσπρεπικιστικο μανδυα. Αυτη η ρημαδα υποκρισια. Αυτος ο κουφιος ρατσισμος. Ακομα και μεσα στα ιδια σου εγκατα σαλευουν σιγμες στιγμες οι δυναμεις του Σκοταδιου. Το διττο προσωπο της Υπαρξης μας.
Αγαπαμε, αλλα και μισουμε.
Λεμε αληθεια, μα λεμε και ψεμματα.
Αγκαλιαζουμε, μα και ζηλευουμε.
Δινουμε το χερι, μα και το τραβαμε πισω.
Εγω και οι Αλλοι.
Εγω και Εμεις.
Δεν είμαι καλός, δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος! Αβάσταχτη είναι η ευτυχία κι η δυστυχία μου, είμαι γιομάτος άναρθρες φωνές και σκοτάδι· κυλιούμαι όλο δάκρυα κι αίματα μέσα στη ζεστή τούτη φάτνη της σάρκας μου.
Φοβούμαι να μιλήσω. Στολίζουμαι με ψεύτικα φτερά, φωνάζω, τραγουδώ, κλαίω, για να συμπνίγω την ανήλεη κραυγή της καρδιάς μου.
Δεν είμαι το φως, είμαι η νύχτα· μα μια φλόγα λοχίζει ανάμεσα στα σωθικά μου και με τρώει. Είμαι η νύχτα που την τρώει το φως.
"Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!"
Τελικα περικλειεσαι στην μοναδικοτητα σου. Ασκητης των μοναχικων σου πεπρωμενων διαλεγεις την πορεια που αντεχεις. Κι υστερα εκεινη που δεν αντεχεις. Και προχωρας παρακατω γιατι δεν μπορεις να κανεις αλλιως. Ο χρονος ειναι σαν τον εγκληματια που σου 'χει κολλημενη την κανη στον κροταφο. Το να καθεσαι ακινητος και να κλαις δεν οφελει. Ο εγκληματιας δεν συγκινειται. Δεν θα φυγει. Τουλαχιστον ακολουθησε το τρελο του σχεδιο. Στο τελος θα την πατησει τη σκανδαλη. Το φιναλε δεν ειναι κατι προτοτυπο. Επαναλαμβανεται αιωνες τωρα. Δεν οφελει να φοβασαι. Κι αν φοβασαι παραμερισε το. Πες "φοβαμαι" και παρε τον πρωτο παρτενερ και βουτα στο χορο.
Ας βουτηξουμε ολοι στο χορο. Μαζι και χωρια. Στροβιλιζομενοι σε σχεση με τους Αλλους και γυρω απο τον προσωπικο μας αξονα την ιδια στιγμη.
Ηταν μια δυσκολη χρονια απο διαφορες αποψεις. Η "χρονια της απωλειας".
--το κειμενο ειναι απο την Ασκητικη του Ν. Καζαντζακη και η φωτογραφια απο τη Galerie Martine Aboucaya
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)