Each cries a secret.
I run among them, reach out vain hands, and drown.
'I am the one who stood beside you and smiled,
Thinking your face so strangely young . . . '
'I am the one who loved you
but did not dare.'
'I am the one you followed through crowded streets,
The one who escaped you, the one with red-gleamed hair.'
'I am the one you saw to-day, who fell
Senseless before you, hearing a certain bell:
A bell that broke great memories in my brain.'
'I am the one who passed unnoticed before you,
'I am the one who rode beside you, blinking
At a dazzle of golden lights.
Tempests of music swept me: I was thinking
Of the gorgeous promise of certain nights:
Of the woman who suddenly smiled at me this day,
Smiled in a certain delicious sidelong way,
And turned, as she reached the door,
To smile once more . . .
Her hands are whiter than snow on midnight water.
Her throat is golden and full of golden laughter,
Her eyes are strange as the stealth of the moon
On a night in June . . .
She runs among whistling leaves; I hurry after;
She dances in dreams over white-waved water;
Her body is white and fragrant and cool,
Magnolia petals that float on a white-starred pool . . .
I have dreamed of her,
dreaming for many nights
Of a broken music
and golden lights,
Of broken webs of silver,
heavily falling
Between my hands
and their white desire:
And dark-leaved boughs, edged with a golden radiance,
Dipping to screen a fire . . .
I dream that I walk with her beneath high trees,
But as I lean to kiss her face,
She is blown aloft on wind, I catch at leaves,
And run in a moonless place;
And I hear a crashing of terrible rocks flung down,
And shattering trees and cracking walls,
And a net of intense white flame roars over the town,
And someone cries; and darkness falls . . .
But now she has leaned and smiled at me,
My veins are afire with music,
I shall dream to her secret heart tonight . . . '
Rain . . . rain . . . rain . . . we are buried in rain,
It will rain forever, the swift wheels hiss through water,
Pale sheets of water gleam in the windy street.
The pealing of bells is lost in a drive of rain-drops.
Remote and hurried the great bells beat.
'Draw three cards, and I will tell your future . . .
Draw three cards, and lay them down,
Rest your palms upon them, stare at the crystal,
And think of time . . . My father was a clown,
My mother was a gypsy out of Egypt;
And she was gotten with child in a strange way;
And I was born in a cold eclipse of the moon,
With the future in my eyes as clear as day.'Invisible, in a cloud of secret pain.'
Ιn and out, one walked with him:
She parted the branches and peered at him,
Through lowered lids her two eyes burned,
He heard her breath, he saw her hand,
Wherever he turned his way, she turned:
Kept pace with him, now fast, now slow;
Moving her white knees as he moved . . .
This is the one
I have always loved;
This is the one whose bat-soul comes
To dance with me, flesh to flesh,
In the starlight dance of horns and drums . . .
Dance! Dance! Dance! Dance!
Dance till the brain is red with speed!
Dance till you fall! Lift your torches!
Kiss your lovers until they bleed!
Backward I draw your anguished hair
Until your eyes are stretched with pain;
Backward I press you until you cry,
Your lips grow white, I kiss you again,
I will take a torch and set you afire,
I will break your body and fling it away. . . .
Look, you are trembling. . . .Lie still, beloved!
Lock your hands in my hair, and say
Darling! darling! darling! darling!
All night long till the break of day.
Conrad Potter Aiken--The House of Dust
μετ.
[...] Ο καθενας (ενν. ηχος) κλαιει ένα μυστικο.
Τρεχω αναμεσα τους, απλωνω ακαρπα χερια, και πνιγομαι.
«Ειμαι αυτος που σταθηκε πλάι σου και χαμογελασε,
Σκεφτομενος το προσωπο σου τοσο περιεργα νεανικο…
Ειμαι αυτος που σ’ αγαπησε αλλα δεν τολμησε.
Ειμαι αυτος που ακολουθησες διαμεσου γεματων δρομων,
Αυτος που σε δραπετευσε, αυτος με τα κοκκινόφωτα μαλλια.»
«Ειμαι αυτος που ειδες σημερα, που επεσε
Αναισθητος μπροστα σου, ακουγοντας μια ορισμενη καμπανα:
Μια καμπανα που γεννησε σπουδαιες μνημες στον εγκεφαλο μου.
Ειμαι αυτος που περασε απαρατηρητος από μπροστα σου,
Ειμαι αυτος που ιππευσε πλαι σου, τρεμοπαιζοντας τα βλεφαρα
Σε μια λαμψη από χρυσα φωτα.
Θυελλες μουσικης με χαιδεψαν: Σκεφτομουν
Την θεσπεσια υποσχεση ορισμενων βραδιων:
Τη γυναικα που ξαφνικα μου χαμογελασε αυτή τη μερα,
Χαμογελασε με έναν ορισμενα απολαυστικο, λοξο τροπο,
Και γυρισε, καθως εφτασε την πορτα,
Να χαμογελάσει άλλη μια φορα…
Τα χερια της ειναι λευκοτερα από χιονι στα νερα του μεσονυκτιου
Ο λαιμος της ειναι χρυσαφης και γεματος χρυσαφια γελια,
Τα ματια της ειναι παραξενα σαν τη μυστικοτητα του φεγγαριου
Μια νυχτα του Ιουνη…
Τρεχει αναμεσα από το σφυριγμα των φυλλων, επιταχυνω μετα
Χορευει σε ονειρα πανω σε λευκο-κυματα νερα
Το σωμα της ειναι ασπρο και αρωματισμενο και δροσερο,
Πεταλα μανολιας που επιπλεουν σε μια λιμνη από λευκα αστερια…
Την εχω ονειρευτει, ονειρευτηκα πολλα βραδια
Μια σπασμενη μουσικη και χρυσαφενια φωτα,
Σπασμενους ιστους από ασήμι, βαρεια να πεφτουν
Αναμεσα στα χερια μου και της λευκης τους επιθυμιας:
Και σκουροφυλλα κλωναρια, πλαισιωμενα με μια χρυσαφενια ακτινοβολια,
Εμβαπτιζονται να καλυψουν μια φωτια…
Ονειρευτηκα πως περπατω μ’ εκεινη κατω από ψηλα δεντρα,
Αλλα καθως σκυβω να φιλησω το προσωπο της
Ανατιναζεται ψηλα στον ανεμο, πιανομαι στα φυλλα,
Και τρεχω προς ένα αφεγγαρο μερος
Και ακουω τον κροτο από απαισιες πετρες να πεφτουν κατω,
Και θρυμματισμενα δεντρα και τσακισμενοι τοιχοι,
Και έναν ιστο εντονης λευκης φλογας να μουγκριζει πανω απ’ την πολη,
Και καποιος κλαιει, και το σκοταδι πεφτει…
Αλλα τωρα εκεινη εγειρε και μου χαμογελασε
Οι φλεβες μου ειναι φλογισμενες με μουσικη,
Τα ματια της με φιλησαν, το σωμα μου μεταμορφωθηκε σε φως,
Θα ονειρευτω την κρυφη της καρδια αποψε…
Βροχη… Βροχη… Βροχη… ειμαστε θαμμενοι στη βροχη,
Θα βρεχει για παντα, οι γοργοι τροχοι σφυριζουν διαμεσου του νερου
Χλωμα σεντονια νερου λαμποκοπουν στους δρομους με τους ανεμους.
Το κουδουνισμα των καμπανων χαθηκε από την ορμη των βροχοσταλιδων.
Μοναχικες και φουριοζικες οι μεγαλες καμπανες χτυπουν.
Ζωγραφισε τρια τραπουλοχαρτα, και θα σου πω το μελλον σου…
Ζωγραφισε τρια τραπουλοχαρτα, και αφησε τα κατω,
Ακουμπησε τις παλαμες σου πανω τους, προσηλωσου στην κρυσταλλινη σφαιρα,
Και σκεψου το χρονο… Ο πατερας μου ηταν κλοουν,
Η μητερα μου ηταν Τσιγγανα της Αιγυπτου,
Και βρεθηκε με παιδι μ' έναν περιεργο τροπο,
Και γεννηθηκα μια κρυα κρυα εκλιψη του φεγγαριου,
Με το μελλον μεσα στα ματια μου τοσο καθαριο οσο η μερα.. «Αορατο, μεσα σ’ ένα συννεφο μυστικου πονου..»
Μεσα κι εξω, καποιος περπατησε μαζι του:
Εκεινη παραμερισε τα κλαδια και τον κρυφοκοιταξε,
Αναμεσα στα χαμηλομενα βλεφαρα τα δυο της ματια φλεγονται,
Ακουσε την ανασα της, ειδε το χερι της,
Οπου κι αν γυρνουσε το δρομο του, εκεινη γυριζε:
Κρατουσε το βηματισμο του, τωρα γρηγορα, τωρα αργα
Κινωντας τα λευκα της γονατα καθως εκεινος κινουνταν…
Αυτή ειναι εκεινη που παντα αγαπουσα
Αυτή ειναι εκεινη της οποιας η καρδια-νυχτεριδα ερχεται
Να χορεψει μαζι μου, σαρκα με σαρκα,
Στον αστροφωτο χορο από κλαξον και τυμπανα…
Χορεψε! Χορεψε! Χορεψε! Χορεψε! Χορεψε!
Χορεψε ωσοτου ο εγκεφαλος γινει κοκκινος απ’ την ταχυτητα!
Χορεcε ωσπου να πεσεις! Σηκωσε τους πυρσους σου!
Φιλησε τους εραστες σου μεχρι να ματωσουν!
Προς τα πισω τραβω τα αγωνιωδη μαλλια σου
Μεχρι τα ματια σου να τεντωθουν απ’ τον πονο
Προς τα πισω σε ωθω μεχρι να κλαψεις,
Τα χειλη σου ασπριζουν, σε φιλω ξανα,
Θα παρω μια δαδα και θα σου βαλω φωτια,
Θα σχισω το σωμα σου και θα το πεταξω μακρια…
Κοιταξε που τρεμεις… Ξαπλωσε ακινητος αγαπημενε!
Κλειδωσε τα χερια σου στα μαλλια μου, και πες:
Αγαπη μου! Αγαπη μου! Αγαπη μου! Αγαπη μου!
Ολοκληρη τη νυχτα μεχρι τη χαραυγη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου