Μια ζελατινη με καλυπτει ολακερη. Απο την κορφη μεχρι τα νυχια. Σε μια δευτερη μητρα μεσα που μ' ακολουθουσε εως τωρα. Πιο ανεπαισθητη. Πιο λεπτη και ευθραυστη απο την πρωταρχικη. Ωστοσο, ζεστη και παρουσα. Ενα κουβαρι σαρκας γινομουν τις ωρες της Αγρυπνιας τοτε. Μονη με τη μοναξια μου και την απελπισια απο παντου να ζουλαει το χαλαρο κελυφος. Ομως ακομα και τοτε ενιωθα κομματι αυτου του Κοσμου. Ενιωθα την μοναδικοτητα μου χωμενη στο παλζ του Συμπαντος. Και το χαδι απο το αορατο καβουκι εφερνε την ελπιδα. Τοτε.
Μερικοι λενε οτι την ωρα που γεννιεσαι πονας. Και ο πονος αυτος σε σημαδευει μια ζωη. Τιποτα ομως δεν συγκρινεται με τον πονο της επομενης γεννησης σου. Με τα χερια ατσαλα σβηνεις ολες τις μνημες που σε παιρνουν απο την Αθωοτητα στην Αληθεια. Δεν θες να κοιταξεις και σπας τους καθρεφτες. Γκρεμιζω καθε αντανακλαση που με μεγαλωνει στα ματια μου. Γιατι δεν θελω να δω πως η γλυκια ασπιδα πλεον δεν υπαρχει. Και στεκομαι σε τουτο το λεπτο που ακομα δεν εχω παρει την ανασα μου. Αν πεθανω τωρα τα πνευμονια μου βαρια σαν σιδερο θα βουλιαξουν στο νερο και θα ειναι σαν να μην υπηρξα ποτε μου. Ομως δεν θελω να παρω τουτο τον πρωτοτοκο ανασαμο. Κι ας εχω συνειδηση και ας ξερω οτι δεν προκειται να αντεξω για πολυ ακομα διχως αερα.
Εχω μια ακρατη οργη στα σπλαγχνα μου. Φοβαμαι τα παιδια της οργης μου. Φοβαμαι το σκοταδι. Ειδα το ψαλιδι του Γεννησουργου να με αποκοπτει απο την Ολοτητα και αυτη τη φορα δεν εκλαψα. Οχι οπως πριν χρονια στο λευκο χειρουργικο δωματιο. Δεν θελω να κλαψω. Δεν θελω να ερωτευτω. Ισως και να θελω να ερωτευτω... Ομως ο Ερωτας ειναι ακομα πιο φοβερος απο την τυραννια της Γνωσης. Ερχεται στο δωμα σου τα βραδια και χανεται τη μερα. Να μην τον δεις. Να μην τον χαιδεψεις τρυφερα με τα ματια. Μοναχα αγριες δαγκωματιες με τα δοντια. Τον ερωτα τον χαιδευεις με το στομα. Και τα χερια? Τα χερια πλαθουν. Σκιζουν σαρκες του αλλουνου απο εγωισμο και τις κανουν κτημα. Τα γλυκολογα του ερωτα ειναι το αιμα. Η αγαπη λιωνει τ' αστερια, μα ο ερωτας τα κανει σκονη. Μια κι εξω. Δεν αφηνει τιποτα ορθιο. Τιποτα γονιμο. Σε καταπινει. Σε υποδουλωνει. Σε διαλυει. Απαιτει. Παιρνει. Κουρσευει. Ειναι αντρας ο Ερωτας. Ειναι κατακτητης και λεηλατης. Δεν χαριζεται. Σε κανεναν. Μοναχα τα αφτιασιδωτα χειλη καταφεραν να μιλησουν μια ιδεα του τι ειναι ο Ερωτας.
Κι υστερα ειναι η Θυσια. Ειναι το να δινεις εαυτον σου χωρις ανταλλαγματα. Χωρις καν να σκεφτεις οτι δινεσαι. Απλως αφηνεις την υποσταση σου σε μια κατασταση αυτουπνωσης για χαρη εκεινου που αγαπας. Η γυναικα ξερει στ' αληθεια να θυσιαζεται. Και μιλουμε για την ωμη θυσια. Ο Αβρααμ σφαζει τον γιο του επειδη υπακουει σ' εναν θεο. Τον θεο του. Το κανει για να σωσει την ψυχη του. Η Μηδεια απαγχονιζει τα παιδια της επειδη την προδωσαν. Την εξαπατησαν. Αγαπαει αυτον τον αντρα και ειναι πιστη στους ορκους της. Το κανει και μαζι σκοτωνει και την ψυχη της την ιδια. Ειναι μητερα, ειναι γυναικα, ειναι ερωμενη, ειναι θνητη. Βουταει στην Κολαση με πληρη αποδοχη και ψυχραιμια.
Μισω αυτους που αγαπαω πιοτερο απο ολα. Αγαπω εκεινα που αλλοτε μισουσα. Γυρω μου ενας κοσμος ουτε πολυ καλυτερος, ουτε πολυ χειροτερος απο οτι ηταν και γω να παλευω με την αφελεια ενος παιδιου να ξεδιαλυνω γιατι κανεις δεν καταλαβαινει. Γιατι τα αυτονοητα δεν ειναι αυτονοητα. Γιατι δεν μπορουν οι γυρω μου να δουν ποσο απλα ειναι μερικα πραγματα. Τα συλλογικα εγκληματα μιας Εποχης με σημαιες την υποκρισια και την αδιαφορια. Κι εγω να πνιγομαι στον μικροκοσμο της παλης μου. Να βρω απαντησεις τωρα που ολοι ειναι μακρια και ειμαι μονη. Τοσο μονη. Χωρις ρουχα. Χωρις ανασα. Χωρις την αγκαλια που θα με κοιμηθει και για λιγο θα με κανει να μην ειμαι τοσο μα τοσο μονη. Ενα παιδι.
Μερικοι λενε οτι την ωρα που γεννιεσαι πονας. Και ο πονος αυτος σε σημαδευει μια ζωη. Τιποτα ομως δεν συγκρινεται με τον πονο της επομενης γεννησης σου. Με τα χερια ατσαλα σβηνεις ολες τις μνημες που σε παιρνουν απο την Αθωοτητα στην Αληθεια. Δεν θες να κοιταξεις και σπας τους καθρεφτες. Γκρεμιζω καθε αντανακλαση που με μεγαλωνει στα ματια μου. Γιατι δεν θελω να δω πως η γλυκια ασπιδα πλεον δεν υπαρχει. Και στεκομαι σε τουτο το λεπτο που ακομα δεν εχω παρει την ανασα μου. Αν πεθανω τωρα τα πνευμονια μου βαρια σαν σιδερο θα βουλιαξουν στο νερο και θα ειναι σαν να μην υπηρξα ποτε μου. Ομως δεν θελω να παρω τουτο τον πρωτοτοκο ανασαμο. Κι ας εχω συνειδηση και ας ξερω οτι δεν προκειται να αντεξω για πολυ ακομα διχως αερα.
Εχω μια ακρατη οργη στα σπλαγχνα μου. Φοβαμαι τα παιδια της οργης μου. Φοβαμαι το σκοταδι. Ειδα το ψαλιδι του Γεννησουργου να με αποκοπτει απο την Ολοτητα και αυτη τη φορα δεν εκλαψα. Οχι οπως πριν χρονια στο λευκο χειρουργικο δωματιο. Δεν θελω να κλαψω. Δεν θελω να ερωτευτω. Ισως και να θελω να ερωτευτω... Ομως ο Ερωτας ειναι ακομα πιο φοβερος απο την τυραννια της Γνωσης. Ερχεται στο δωμα σου τα βραδια και χανεται τη μερα. Να μην τον δεις. Να μην τον χαιδεψεις τρυφερα με τα ματια. Μοναχα αγριες δαγκωματιες με τα δοντια. Τον ερωτα τον χαιδευεις με το στομα. Και τα χερια? Τα χερια πλαθουν. Σκιζουν σαρκες του αλλουνου απο εγωισμο και τις κανουν κτημα. Τα γλυκολογα του ερωτα ειναι το αιμα. Η αγαπη λιωνει τ' αστερια, μα ο ερωτας τα κανει σκονη. Μια κι εξω. Δεν αφηνει τιποτα ορθιο. Τιποτα γονιμο. Σε καταπινει. Σε υποδουλωνει. Σε διαλυει. Απαιτει. Παιρνει. Κουρσευει. Ειναι αντρας ο Ερωτας. Ειναι κατακτητης και λεηλατης. Δεν χαριζεται. Σε κανεναν. Μοναχα τα αφτιασιδωτα χειλη καταφεραν να μιλησουν μια ιδεα του τι ειναι ο Ερωτας.
Κι υστερα ειναι η Θυσια. Ειναι το να δινεις εαυτον σου χωρις ανταλλαγματα. Χωρις καν να σκεφτεις οτι δινεσαι. Απλως αφηνεις την υποσταση σου σε μια κατασταση αυτουπνωσης για χαρη εκεινου που αγαπας. Η γυναικα ξερει στ' αληθεια να θυσιαζεται. Και μιλουμε για την ωμη θυσια. Ο Αβρααμ σφαζει τον γιο του επειδη υπακουει σ' εναν θεο. Τον θεο του. Το κανει για να σωσει την ψυχη του. Η Μηδεια απαγχονιζει τα παιδια της επειδη την προδωσαν. Την εξαπατησαν. Αγαπαει αυτον τον αντρα και ειναι πιστη στους ορκους της. Το κανει και μαζι σκοτωνει και την ψυχη της την ιδια. Ειναι μητερα, ειναι γυναικα, ειναι ερωμενη, ειναι θνητη. Βουταει στην Κολαση με πληρη αποδοχη και ψυχραιμια.
Μισω αυτους που αγαπαω πιοτερο απο ολα. Αγαπω εκεινα που αλλοτε μισουσα. Γυρω μου ενας κοσμος ουτε πολυ καλυτερος, ουτε πολυ χειροτερος απο οτι ηταν και γω να παλευω με την αφελεια ενος παιδιου να ξεδιαλυνω γιατι κανεις δεν καταλαβαινει. Γιατι τα αυτονοητα δεν ειναι αυτονοητα. Γιατι δεν μπορουν οι γυρω μου να δουν ποσο απλα ειναι μερικα πραγματα. Τα συλλογικα εγκληματα μιας Εποχης με σημαιες την υποκρισια και την αδιαφορια. Κι εγω να πνιγομαι στον μικροκοσμο της παλης μου. Να βρω απαντησεις τωρα που ολοι ειναι μακρια και ειμαι μονη. Τοσο μονη. Χωρις ρουχα. Χωρις ανασα. Χωρις την αγκαλια που θα με κοιμηθει και για λιγο θα με κανει να μην ειμαι τοσο μα τοσο μονη. Ενα παιδι.
Το πρωτο μου παιδι.
Που ειναι παντα ο Εαυτος μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου