Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

Liebesreligion

Εχω κουραστει να ειμαι τοσο λιγη για αυτο τον κοσμο. Θελω να μ’ αγαπανε απολυτα και πληρως. Θελω να αγαπω με την ορμη των μεσα μου. Νεκρα εμβρυα γεννα το κορμι μου. Δεν προλαβαινουν να μεγαλωσουν. Να ανθισουν σε καλογινωμενα, ροδαλα μωρα. Προωρα η μητρα μου τα πεταει εξω σκιζοντας καθε τοσο την κοιλια μου. Δεν ειμαι ικανη να γινω «μητερα» κανενος ομορφου, υγιους συναισθηματος. Κουβαλαω το στιγμα της τρελας. Της αποτυχιας. Το γυαλι της αγαπης σπαει σε μυρια κομματια. Επειτα μηχανες του χρονου το επαναφερουν στην προτερη ανεγγιχτη κατασταση του. Χωρις ραγαδα στεκεται στο ιδιο σημειο. Ισως καποια απειροελαχιστα χιλιοστα παραπερα. Ειμαι παιδι που απαιτει την απολυτη αφοσιωση. Εχει την αναγκη του γονιου να το παρει αγκαλια και δεν καταλαβαινει πως η μαμα εχει επαγγελματικο ραντεβου στο γραφειο και ο μπαμπας λειπει εκτος πολης για δουλειες. Γι αυτο το παιδι ειναι προδοσια η απουσια. Σημαινει πως δεν το αγαπουν. Ή στην καλυτερη περιπτωση δεν το αγαπουν αρκετα. Στη χειροτερη: δεν ειναι αυτο αρκετο για να το αγαπουν. Ο καθρεφτης μου αποκαλυπτει την αληθεια. Ρυτιδες κυκλωνουν τα ματια της μη-ληθης. Κρεμασμενες σαρκες δεν κρυβονται κατω απ’ τα φαρδια ενδυματα. Δεν ειμαι σπουδαια ποιητρια, ουτε σπουδαια ερωμενη. Δεν ειμαι ικανη ουτε να ποιω, ουτε να κανω ερωτα. Κατι με τραβαει πισω στη θλιψη. Η μοναξια πεταλωνει τα δακρυα. Βαρια εκεινα δεν εχουν τη δυναμη να αφησουν τα ματια. Και τα ματια κρεμανε. Το σωμα κουλουριαζεται σε μπαλα κενου. Μετατρεπομαι σε δινη. Μοναχα που λειτουργω αναποδα. Αντι να τραβαω πεταω τη λυπη μου τριγυρω. Ποσο θα θελα να μην ειμαι τουτη η ζαρωμενη πετσα ανθρωπου. Ποσο θα θελα να περασω μερες στο αγαπημενο κρεββατι αγκαλια μ’ Εκεινον-που-δεν-εχει-ονομα-ακομα. Ο κοσμος ειναι πολυ ορθολογικος για το δικο μου μυαλο. Εγω το μονο που ποθησα στ’ αληθεια ηταν ενα καταπρασινο λιβαδι να κυνηγαω πεταλουδες. Ηλιος πανω στο κεφαλι μου, κατω στα ποδια μου, μεσα στα χερια μου. Αν σκισω τις φλεβες μου τι χρωμα θα εχει το αιμα της αγαπης? Αγαπαω παρα πολυ αυτο τον κοσμο. Τοσο τελειος. Τοσο αρμονικος. Πλασματα ομορφα. Δημιουργηματα σε πληρη αλληλοδιαδοχη. Θα μπορουσα να πεθανω ευτυχης μεσα στην αγκαλια της Φυσης...
Warte nur, balde
Ruhest du auch

[οχι δεν μιλαει η θλιψη... μιλαει ο φοβος... ο φοβος... ο φοβος... και κεινα τα καταραμενα "γιατι"..]

Μια απεραντη αποτυχια νιωθω. Ενα απεραντο κενο. Τα χερια αδυνατουν να συντονιστουν με το κεφαλι. Η μνημη δεν βοηθα. Οι φρασεις μπερδευονται. Ο χρονος κοκαλωνει...
Παρτε με μια αγκαλια μεγαλη και βαθια, ας βρει εκεινο το ορφανο "σ' αγαπω" μεσα μου οχι την wahre Liebe, μα την αγαπη κεινη που ο αγαπημενος εχει-σημασια κι επειτα ξυπνηστε με οταν ολα θα εχουνε φτιαξει και η Κοιμωμενη ωραια ξε-ωραια θα εχει ξυπνησει απο τον αιωνιο Υπνο της για να ζησει επιτελους.... Επιτελους να ζησει!

2 σχόλια:

kiara είπε...

Πρώτα κρυβόμαστε υπερβολικά. Κι αυτό πονάει...
Μετά εκτιθέμεθα υπερβολικά. Και αυτό πονάει...

Τελικά, ίσως μάθουμε να προστατεύουμε το δέρμα μας από την κάψα του ήλιου χωρίς ωστόσο να μένει άχρωμο και νεκρό χωρίς μελανίνη.
:)

ΠΡΟΒΑΤΟ, ΟΧΙ ΑΡΝΙ είπε...

"Ο κόσμος είναι πολύ ορθολογικός για το δικό μου μυαλό"... Και πώς αλλιώς μάτια μου? Πώς αλλιώς μάγισσα και ξωτικό μου?