Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

Je suis un mensonge qui dit toujours la vérité. .

Τι ομορφα που ακουγεται αυτη η φραση στα γαλλικα. Με το ανοιγοκλεισιμο των χειλιων και εκεινο το απαλο "ρο". Και ποσο γλυκα ακουγεται η λεξη "ψεμα". Χωρις την ελληνικη χροια που καταδικαζει το ψευσμα στην ανοσιοτητα. Η γαλλικη λεξη με το "ζητα" στη μεση της προσδισει μια χαριτωμενη νοτα. Αυτην ακριβως που χρειαζεται το κειμενο τη δεδομενη στιγμη. Γιατι ολοι οι ανθρωποι ειμαστε ενα "μεζοñ". Εφοσον η αληθεια ειναι η μη-ληθη, τι ειναι το ψεμα παρα η ληθη? Καταδικασμενοι και πεθαμενοι απο την πρωτη πνοη μας. Περαστικοι αναμεσα σε κοσμους και καταστασεις. Αυτη τη στιγμη δεν νιωθω να θελω τιποτα . Δεν αισθανομαι την αναγκη κανενος. Και αυτην ακριβως την στιγμη νιωθω πως τιποτα δεν μπορει να με κανει ευτυχισμενη. Αυτη τη στιγμη. Για αυριο δεν ξερω. Μα επεσε στα ματια μου τουτη δω η φραση του Jean Cocteau και βρηκε ευκαιρια η σκεψη να αφησει τα επιγεια--που τη δεδομενη στιγμη επειγουν--και να χαθει αναμεσα στο πληθος. Μια ψηλη και χοντροπετσωμενη παρομοιωση, ενας λιγδαρης φιλοσοφος, ενα σμαρι απο ατακτα παιδια που μασουλανε τσιχλες και τις κολλανε στην καρεκλα της δασκαλας. Δυο γερικα χερια που με σηκωνανε ψηλα και δεν φοβομουνα τιποτα πριν πολλα πολλα χρονια. Ποσο μου λειπουνε. Ποσο μου λειπει μια φωνη που θα με καταλαβει. Θα μου λεει παντα την αληθεια και θα μου πει τι πρεπει να κανω. Γιατι αυτη τη στιγμη νιωθω ανημπορη να κανω το ο,τιδηποτε. Σαν να μην εχει σημασια. Σαν τιποτε να μην ειχε σημασια. Τωρα που ολα θα αλλαξουνε. Τωρα που ολοι σκορπισαμε. Τωρα που δεν μπορω να τραγουδησω για την αγαπη. Ποση απελπισια. Μα ποση απελπισια δειχνουν τα ματια μου. Ποση εκπορνευση για αγκαλιες που δεν σημαινουν τιποτα. Τιποτα. Τιποτα. Κι επειτα το καυτο σημαδι του μεγαλυτερου ψεματος που αρχισε να θρεφει επιτελους αφηνοντας μια καλογραμμωμενη ουλη μεσα μου. Κι εγω που παντα λεω την αληθεια δεν εχω κεφια να μιλαω αυτες τις μερες. Γιατι δεν θελω να πω την αληθεια. Δεν θελω να την ακουω. Προτιμω τη σιωπη. Γιατι ακομα και στο μεγαλυτερο ψεμα κρυβονται αληθειες. Και τις περισσοτερες φορες, αυτες οι αλλοκοτες "αληθειες" που καρικατουρευονται σε ψευδη ειναι και οι πιο αιχμηρες. Και αφηνουν τις πιο κακοφορμισμενες ουλες. Σαν τη δικη μου. Ασχημη, κοκκινη και για παντα εκει περα. Σταμπα και σημαδι ενος χαμενου χρονου. Σημαδι του διψασμενου να δει οασεις εκει που υπαρχει μοναχα η ξερη, ασχημη ερημος. Ποσο χωμα ηπια μεχρι να καταλαβω πως δεν ηταν νερο. Και γεμισα ακομα περισσοτερα "γιατι". Οσο μεγαλωνω αντι να μειωνονται το αντιθετο. Αυξανονται. Και δεν ειναι κανενας να μου απαντησει. Δεν ειναι τα χερια που μου αγοραζαν καραμελες. Τα εχασα στα εξι μου χρονια. Και τα χερια που εκεινος γεννησε μου μοιαζουν τοσο ξενα. Κι οσο κι αν τα αγαπω δεν μπορω να ακουμπησω τα "γιατι" μου επανω τους.

I never could talk to you.
The tongue stuck in my jaw.

Απογοητευση, φοβος, ανησυχια, τρομος.
Ολα τα ουσιαστικα που κρυβονται τις νυχτες κατω απο τα μωρουδιακα κρεββατια ηρθανε και σερνουνε χορο μπροστα στα ματια μου.
Αυτες τις μερες και αυτες τις νυχτες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: